Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Η ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΑ

 


PABLO NERUDA

 

Η ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΑ

 

Ω μακρόσυρτη Νυκτερινή Αμαξοστοιχία,

πόσες φορές εκύλησες

από τον Νότο προς τον Βορρά,

με μουσκεμένα πόντσο μέσα σου,

με δημητριακά,

με μπότες να μην τσακίζουνε απ’ τη λασπουριά,

με εισιτήριο τρίτη θέσης,

και πάντοτε κύλαγες

τη γεωγραφία ξετυλίγοντας.

Μάλλον τότε άρχισα εγώ

να ξεφυλλίζω τη γη,

κι έμαθα τα χιλιόμετρα

του καπνού,

της σιωπής τη μεγάλη αβερτοσύνη.

 

Περνάγαμε τον ποταμό Λαουτάρο,

βελανιδιές, σταροχώραφα, χώματα

του ηχηρού φωτός και νερά

νικητήρια·

οι μεγάλες τροχιές συνέχιζαν να τραβάνε μακριά,

μακρύτερα απ’ όσο εδύνονταν του χωριού μου τ’ άλογα,

τραβούσαν και πήγαιναν διασχίζοντας

ασημένια

λιβάδια,

κι εντελώς απρόσμενα του Μαγιέκο την πανύψηλη γέφυρα,

την υπέροχη

σαν βιολί

από καθαρό, από άμιχτο σίδερο,

κι έπειτα τη νύχτα – και μετά,

συνεχίζοντας, όλο συνεχίζοντας,

η Νυκτερινή Αμαξοστοιχία κόβει στη μέση αμπελοχώραφα.

 

Άλλα ονόματα υπήρχαν

μετά το Σαν Ροσένδο,

όπου μαζεύονταν όλες οι ατμομηχανές

να κοιμηθούνε:

όσες έρχονταν απ’ την Ανατολή και τη Δύση,

όσες έρχονταν απ’ τα μέρη του Βίο-Βίο,

από τα προάστια,

απ’ το ξεχαρβαλωμένο λιμάνι του Ταλκαουάνο,

αλλά και όσες έρχονταν φέρνοντας τυλιγμένες σε πράσινο καπνό

τις κιθάρες και το κρασί που βγάζει η Ρανκάγουα.

Τρένα, τρένα πολλά

κοιμόντουσαν εκεί,

στον κόμβο τον γκρίζο και σκουρόχρωμο

του Σαν Ροσένδο.

 

Αυτά που λες, φοιτητάκο μου!

Εσύ συνέχιζες αλλάζοντας

τρένα και πλανήτη,

έμπαινες

σε κάτωχρες πλινθόκτιστες πολίχνες,

με  κίτρινη σκόνη και σταφύλια.

Στο τέρμα της διαδρομής όψεις

σαν των κενταύρων,

δεν είχε άλογα, είχε άμαξες,

είχε τα πρώτα αυτοκίνητα.

Ο κόσμος εκεί ήταν πιο απαλός, πιο άνετος,

κι όταν εγώ

εκοίταξα κατά πίσω,

έβρεχε,

και είχανε χαθεί τα παιδικά μου χρόνια.

Βρυχώμενη η Αμαξοστοιχία είχε μπει

στο Σαντιάγο της Χιλής, στην πρωτεύουσα,

κι εγώ έχασα πια και αυτά τα δέντρα,

κατέβηκαν οι βαλίτσες,

φάτσες χλομές ολόγυρά μου,

και πρώτη μου φορά είδα εγώ τότε

του κυνισμού τα χέρια·

εχώθηκα στο πλήθος που κέρδιζε ή έχανε,

ξάπλωσα σ’ ένα κρεβάτι που δεν είχε μάθει να με περιμένει,

αποκαμωμένος ξεράθηκα σαν κούτσουρο,

και όταν ξύπνησα,

ένιωσα της βροχής την αγωνία, τον πόνο:

κάτι με χώριζε απ’ το αίμα μου,

και, βγαίνοντας φοβισμένος

στο δρόμο,

ήξερα πια –αφού ήδη αιμορραγούσα–

ότι μου είχαν εμένα κοπεί οι ρίζες μου.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 








 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου