PABLO NERUDA
ΤΟ ΟΠΙΟ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ
Από τη Σιγκαπούρη κιόλας εμύριζε όπιο.
Ήξερε ο καλός Εγγλέζος τί έκανε.
Στη Γενεύη άστραφτε και βρόνταγε
εναντίον των λαθρεμπόρων,
ενώ στις Αποικίες κάθε λιμάνι
ανάδινε οσμή εξουσιοδοτημένου καπνού
με επίσημο αριθμό πάνω σε άδεια κερδοφόρα.
Του Λονδίνου ο τζέντλεμαν
ντυμένος άψογα σαν άλλο αηδόνι
(με ριγέ παντελόνι και κολάρο όμοιο πανοπλία)
μπορεί να οργιζόταν με τον πωλητή ίσκιων,
αλλά εδώ, στην Ανατολή,
επέταγε το προσωπείο του
και δεν υπήρχε γωνιά που να μην πουλιότανε λήθαργος.
Ήθελα να μάθω, να ξέρω. Μπήκα μέσα. Οι πάγκοι
ήτανε όλοι πιασμένοι από ξαπλωμένους·
κανείς δεν μίλαγε, κανείς δεν γέλαγε, πίστεψα
πως κάπνιζαν αμίλητοι.
Οι πίπες τρίζανε, όμως, από δίπλα μου,
όταν συναντούσε τη φωτιά η βελόνα
και σε τούτη την ανάσα της χλιαρότητας
με τον γαλακτώδη καπνό έμπαινε στον άντρα
μια ευδαιμονία εκστατική, κάποια πόρτα μακριά
άνοιγε σ’ ένα εύγευστο κενό χυμώδες:
το όπιο ήταν της οκνηρίας το άνθος,
η απόλαυση η ασάλευτη,
καθαρή δράση δίχως κίνηση καν.
Όλα ήταν αγνά ή φαίνονταν αγνά,
όλα γλιστρούσαν σαν λαδωμένος άξονας
μέχρι να φτάσουν να γίνουν απλώς ύπαρξη·
τίποτα δεν εκάηκε, κανένας δεν έκλαψε,
για βασανιστήρια δεν υπήρχε χώρος
κι ούτε κάρβουνο υπήρχε θυμοί ν’ ανάψουν.
Κοίταξα: φτωχοί άνθρωποι πεσμένοι,
εργάτες, είτε κούληδες είτε στις φυτείες,
άλογα ξεθεωμένα,
σκυλιά του δρόμου,
άνθρωποι φτωχοί και καταφρονεμένοι.
Εδώ, μετά από τις πληγές τους,
μην όντας όντα, αλλά πόδια,
μην όντας άνθρωποι, αλλά κτήνη ασήκωτα,
που όλο πάνε και όλο ιδρώνουν,
πού όλο ιδρώνουν αίμα και δεν έχουν πια ψυχή,
εδώ ήταν τώρα,
μόνοι κι έρημοι,
ξαπλωμένοι,
ξάπλα επί τέλους, να μη μπορούν να σύρουν τα πόδια τους:
κάθε πεινασμένος είχε αγοράσει
το ζοφερό του δικαίωμα στην απόλαυση,
και κάτω από του λήθαργου το φωτοστέφανο,
όνειρο ή ψέμα, ευδαιμονία ή θάνατο, βρέθηκαν επί τέλους
στη γαλήνη που μια ζωή ολόκληρη ψάχνανε,
να βρούνε στο τέλος-τέλος σεβασμό από κάποιο αστέρι.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου