Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα CHAR (RENÉ). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα CHAR (RENÉ). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

ΣΥΝΕΧΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑ

 


RENÉ CHAR

 

ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ

 

Ο καινοτόμος της ρωγμής

Την τριχιά τραβάει της ταραχής

 

Μετριέται το βάθος

Στου μηρού το συγκινημένο περίγραμμα

 

Το βουβό αίμα που απελευθερώνει

Γυρνάει αντίστροφα τους ωροδείκτες

Κουρδίζει τον έρωτα χωρίς να τον διαβάσει.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

*************************

 

VERITÉ CONTINUE

 

Le novateur de la lézarde

Tire la corde de tumulte

 

On mesure la profondeur

Aux contours émus de la cuisse

 

Le sang muet qui délivre

Tourne à l'envers les aiguilles

Remonte l'amour sans le lire.

 

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

LETTERA AMOROSA


 Η μετάφραση αφιερώνεται στην Πολυξένη

 

RENÉ CHAR

 

LETTERA AMOROSA

 

Non è gia part’in voi che con
forz’invincibile d’amore tutt’a se non mi tragga.
               Monteverdi

 

Χρόνος θεμελιώσεων, χρόνια ταλαιπωρίας... Νόμος φυσικός!
Πλην όμως θα χαρίσουνε και πάλι ύπαρξη στο έργο που ανέκαθεν θαυμάζεται.

Σ’ αγαπώ. Πόσο γρήγορα θά ’μενε ο φιλόδοξος μπρος στη γυναίκα δύσπιστος, σαν τον κηφήνα που βρίσκεται κάθε φορά μπλεγμένος με την ικανότητά του ολοένα μειούμενη. Σε λατρεύω, ενώ πλησίστια η βαριά του θανάτου βάρκα καταφθάνει, να τηνε.

«Ήταν, κόσμε καλέ κι ευλογημένε, εκείνος ο τόσο μεταβαλλόμενος μήνας του Έρωτα, που το οικοδόμημα της ύπαρξής μου εκελίνη εφώτισε με της κοιλιάς της το κοχύλι: κι εγώ ένα τα έκανα όλα για πάντα. Και σε τούτο το δευτερόλεπτο της δικής μου ανησυχίας συνέβη ν’ αλλάξει αυτή το θολό και αλλόκοτο μονοπάτι του δικού μου πεπρωμένου σε οδό με παρήλιο για τη κρυφή ευδαιμονία της γης των εραστών».

 

 *****

 

Η καρδιά ξαφνικά εγυμνώθηκε, η χλόη της ερήμου

γίνεται με γράμματα ευανάγνωστα η ευοίωνη καρδιά,

 η καρδιά η ολάνοιχτη, το διάδημα.

 

Δεν έχω πια σήμερα το πρωί πυρετό. Το κεφάλι μου είναι και πάλι καθαρό και άδειο, έτσι όπως ποζάρει σαν βράχος πάνω από κάποιον οπωρώνα φυτεμένον στην εικόνα σου εσένα. Ο άνεμος που εφύσαγε χθες απ’ τα βόρεια έκανε ν’ ανατριχιάζει εδώ κι εκεί των δέντρων η πλευρά η λαβωμένη.

 

Νιώθω ότι η χώρα αυτή σού οφείλει μια συναισθηματικότητα λιγότερο δύσπιστη και μάτια άλλα εκτός από κείνα, με τα οποία έβλεπε τα πράγματα όλα άλλοτε. Γιατί μπορεί εσύ να έφυγες μεν, μα παραμένεις στην καμπή των περιστάσεων, αφού και οι δυό μας, και αυτή και εγώ υποφέρουμε, πονάμε πολύ. Για να σε ηρεμήσω στη σκέψη μου μέσα, τά ’σπασα με τους ενδεχόμενους επισκέπτες, με τις αγγαρείες όλες και με την αντίφαση πλέον. Ξεκουράζομαι, όπως με νουθετείς πως πρέπει να κάνω. Και συχνά για ύπνο στα βουνά πηγαίνω. Τότε, με τη βοήθεια μιας φύσης προς το παρόν ευνοϊκής γλυτώνω από τ’ αγκάθια που ’ναι μπηγμένα στη σάρκα μου, παλιά ατυχήματα, δοκιμασίες άγριες.

 

Θα μπορούσες να δεχτείς ποτέ άνθρωπο απέναντί σου ν’ αγκομαχάει τόσο;

Φεγγάρια και νύχτα, είσαστε λύκος βελούδινος μαύρος, χωριό με φρουρό –να το φυλάει– τον έρωτά μου.

 

«Τα βλέφαρά σου να ελέγξεις», μού ’λεγε η μητέρα μου γερμένη πάνω από τον ύπνο μου πριν γίνει ακόμα ύπνος, σαν ήμουν μαθητής. Καταλάβαινα ότι έβλεπα να επιπλέει κάποιο βότσαλο μικρό, βοτσαλάκι, τη μια οκνηρό, την άλλη τσιριχτό, κάποιο χαλίκι να πρασινίζει εκεί στα χόρτα. Έκλαιγα. Θά ’θελα στην ψυχή μου ναν τό ’χα, και μόνο εκεί.

 

Της αγρυπνίας τραγούδι:

 

«Έρωτα καυτέ, η Αγαπημένη θά ’ρθει,

δοξασμένο νά ’ν’ το καλοκαίρι, ω καρποί!

Το βέλος του ήλιου θα τρυπήσει τα χείλη της,

το γυμνό τριφύλλι θα κουμπώσει στη σάρκα της,

μινιατούρα παρόμοια με ίριδα θάλλει η ορχιδέα,

το δώρο το αρχαιότερο των λιβαδιών στην απόλαυση

που το σταλάζει ο καταρράκτης, που το στόμα ελευθερώνει».

 

Θά ’θελα να ξεγλιστρήσω να μπω σ’ ένα δάσος, όπου τα φυτά θα κλείνονταν και θά ’σβηναν πίσω μας, σ’ ένα δάσος πολλαπλασίως εκατόχρονο, που μένει όμως να σπαρθεί ακόμα κι άλλο. Τί θλιβερό νά ’χεις, στη σύντομη ζωή σου, περάσει δίπλα απ’ τη φωτιά και νά ’χεις χέρια σφουγγαρά. «Δύο σπίθες, οι πρόγονοί σου», σου αστειεύεται του χρόνου η βιόλα, χωρίς συμπόνια ωστόσο.

 

Το εγκώμιό μου στροβιλίζεται στις μπούκλες του μετώπου σου, σαν το γεράκι ακριβώς την ώρα που εφορμά.


Το φθινόπωρο! Το πάρκο μετράει τα δέντρα του που ξεχωρίζουν ένα-ένα. Αυτό εδώ είναι παραδοσιακά καστανοκόκκινο· το άλλο εκεί, που κλείνει τον δρόμο, είναι μυρμηγκιά αγκαθιών. Ο κοκκινολαίμης έφτασε κιόλας, της υπαίθρου ο ευγενικός λαουτίστας. Του τραγουδιού του εκκοκκίζονται οι στάλες στο παράθυρο. Μαγικές στον χλοοτάπητα αναρριγούν δολοφονίες εντόμων. Άκου, αλλά και να μην πολυακούς κιόλας.

 

Πότε-πότε φαντάζομαι πως θά ’τανε καλό να πνιγώ στην επιφάνεια κάποιου βούρκου, όπου κανένα άρμενο δεν θα τολμούσε πλεύσεις. Κι έπειτα ν’ αναστηθώ στο ρεύμα αληθινού χειμάρρου, όπου τα χρώματά σου όλα συνεχώς θα εφούσκωναν.

Πρέπει οπωσδήποτε να γίνει θρύψαλα ό, τι περιβάλλει την πόλη ετούτη που σε κρατάει αιχμάλωτη. Άνεμος, άνεμος, άνεμος γύρω από δέντρων κορμούς, αλλά και στων σπιτιών τις αχυροσκεπές από πάνω.

 

Σήκωσα τα μάτια μου στης κάμαράς σου το παράθυρο. Τα κουβάλησες όλα; Είναι μια νιφάδα απλώς χιονιού και λειώνει εδώ στο βλέφαρο μου. Άσχημη εποχή που νομίζουμε πως μας λείπει, όπου προβάλλουμε τον εαυτό μας, ενώ στην πραγματικότητα έχουμε χάσει σχεδόν τις δυνάμεις μας.

Ο αέρας που νιώθω νά ’ναι πάντα έτοιμος να λείψει στον πιο πολύ τον κόσμο, αν σε διασχίσει, διαθέτει περίσσευμα άφθονο και σχόλη ολόλαμπρη.

Γελάω υπέροχα μαζί σου – θαυμαστά. Ιδού η μοναδική η ευκαιρία.

Και απών παντού όπου κάποιος απών εορτάζεται.

 

Δεν μπορώ να είμαι και δεν να θέλω να ζω ειμή μόνο στο διάστημα και στην ελευθερία του έρωτά μου. Δεν είμαστε μαζί το προϊόν της συνθηκολόγησης, ούτε το κίνητρο γι’ ακόμα καταθλιπτικότερη δουλεία. Λοιπόν, ας διεξάγουμε πονηρά μεταξύ μας ανταρτοπόλεμους ο ένας εναντίον του άλλου χωρίς μομφές και δίχως ψόγους.

 

Είσαι ηδονή, με κάθε κύμα να χωρίζεται απ’ όσα το ακολουθάνε. Κι επί τέλους όλα τους ταυτόχρονα σκάνε. Η θάλασσα βρίσκει τα θεμέλιά της η ίδια, επινοεί τον εαυτό της. Είσαι ηδονή, είσαι σπασμών κοράλλι.

Ποιός δεν έχει ονειρευτεί, περπατώντας σε βουλεβάρτα πόλεων, έναν κόσμο που, αντί να ξεκινάει με τα λόγια, ν’ άρχιζε με τις προθέσεις;

 

Τα λόγια μας αργούνε να μας φτάσουν, σαν νά ’χαν μέσα τους, έτσι χωρισμένα, επαρκείς οπούς για να μείνουν κλειστά έναν χειμώνα ολόκληρο· ή μάλλον, σάμπως, κυνηγημένα στα άκρα της σιωπηλής απόστασης, να τους ήταν απαγορευμένο να γκρεμίζονται και να ενώνονται πάλι. Η φωνή μας κυλάει απ’ τον έναν στον άλλον· αλλά κάθε λεωφόρος, κάθε πέργκολα, κάθε άλσος, την τραβάει προς το μέρος του, καθυστερεί, τη ρωτάει. Και όλα πρόσχημα είναι απλώς, της επιβραδύνσεως χάριν.

 

Πολύ συχνά μιλάω μόνο για σένα, για να με αποξεχνάει η γη.

Μετά τον άνεμο ήταν πάντοτε ωραιότερα, κι ας συνεχιζότανε της φύσης ο πόνος.

Μόλις επέστρεψα. Και περπάτησα πολύ. Είσαι η Αέναη. Ανάβω φωτιά. Στης πανάκειας κάθομαι την πολιθρόνα. Μες στων βαρβαρικών φλογών τις πτυχώσεις η κόπωσή μου κλιμακώνεται, ανεβαίνει. Μεταμόρφωση καλόβολη που με τη μοιραία εναλλάσσεται.

 

Έξω σέρνεται η ανώδυνη μέρα, και οι βέργες στις ιτιές παραιτούνται και πλέον δεν δέρνουν. Ψηλότερα υπάρχει το μέτρο του λαγκαδιού που οι υλακές το σκίζουν των σκυλιών και των κυνηγών τα σκουξίματα.

Η αψίδα μας, το τέλειο τόξο, ναυαγεί μόλις φτάνει στο απόγειό της. Στα συντρίμμια και τη σκόνη της επανεμφανίζεται ο νεογέννητος άντρας. Ήδη μισός υγρό, μισός άνθος ήδη.

 

Τις νύχτες του ζευγαρώματος φλέγεται η γη. Συνωμοσία νεκρών κλαδιών να στηθεί και να σταθεί θά ’ταν αδύνατο.

Αν δεν υπήρχαν άλλοι στη γη από εμάς, θα ήμασταν, αγάπη μου, χωρίς συμμάχους και χωρίς συνεργούς. Αφελείς πρόδρομοι ή επιζώντες κατάπληκτοι.

 

Η άσκηση της ζωής, κάτι μάχες χωρίς έκβαση, αλλά με κίνητρα ισχυρά, με δίδαξαν να κοιτάζω το ανθρώπινο πρόσωπο από τη γωνία εκείνη του ουρανού που έχει το γαλάζιο της καταιγίδας να τού ’ναι ευνοϊκότερο.

 

Όλο το στόμα και όλη η πείνα για κάτι καλύτερο απ’ το φως (ολοένα να κόβεται κι άλλο, ολοένα και πιο συγκλονιστικό) σπάει τις αλυσίδες, αποδεσμεύεται, απελευθερώνεται.

Όποιος αγρυπνάει στην κορυφή της ηδονής είναι ίσος με τον ήλιο όπως και με τη νύχτα. Και όποιος αγρυπνάει δεν έχει φτερά, δεν είναι διώκτης.

 

Του δωματίου μας την πόρτα μισανοίγω. Εκεί κοιμούνται τα παιχνίδια μας. Βαλμένα από το χέρι σου το ίδιο. Οικόσημα σκληραγωγημένα, τούτο το πρωί, σαν από κεράσια μέλι.

Από χαλάζι η εξορία μου περιβάλλεται. Στον δικό της πύργο της υπομονής ανεβαίνει η εξορία μου. Μα γιατί ο ουρανός είναι θόλος;

 

Υπάρχουν κομμάτια τόπων, όπου η σπάνια ψυχή με τη μία αγάλλεται. Ολόγυρά της δεν είναι παρά μόνο διάστημα τελείως αδιάφορο. Από έδαφος παγωμένο σηκώνεται, τη γούνα της απλώνει σάμπως τραγούδι, για να προστατεύσει ό,τι την αναστατώνει, για να την πάρει μακριά απ’ το βλέμμα του ψύχους.

 

Γιατί απ’ όλα τα πεδία των μαχών είναι του τραυματισμού αυτό που ευημερεί περισσότερο; Οι άντρες με τα γέρικα βλέμματα, που δέχονταν εντολές από τον διάτρητο ουρανό, μαθαίνουν τα νέα δίχως καν να εκπλήσσονται.

Ακονιστή του κακού μου, υποφέρω ν’ ακούω τις βρύσες του δρόμου σου να μοιράζονται των καταιγίδων το μήλο.

 

Ένα κουδουνάκι χτυπάει στην πλαγιά των βρύων, όπου σε είχε πάρει για λίγο ο ύπνος, της παρέκκλισης άγγελέ μου εσένα. Το χώμα από ψιλοχάλικο ήταν τα νώτα τα υγρά του πλατιού ουρανού, των ατρόμητων χορευτών τα δέντρα.

Εκεχειρία, στο φράγμα, με το ρύγχος σου γεμάτο αφρούς, φοράδα ονείρων κακών, η κούρσα σου έχει από ώρα πια τελειώσει.

 

Ετούτη η χειμωνιά της σκέψης έχει αδειάσει πάνω σ’ ένα άτομο μόνο, και έτσι να χωρέσει η απουσία πασχίζει στη μισή απόσταση που το τεχνητό από το υπερφυσικό χωρίζει.

 

Δεν είναι εύκολο να μείνεις υψωμένος στο κύμα του θάρρους, όταν με το βλέμμα σου ακολουθείς πουλί να πετάει στο γέρμα της μέρας.

Τη μοναξιά δεν τη συγχέω με τη λύρα της ερήμου. Το σύννεφο, που πολιορκεί αυτή τη νύχτα το αφτί σου, δεν είναι από χιόνι που κοιμάται, αλλά από ομίχλες πλυμένες την άνοιξη.

 

Υπάρχουν δύο κίτρινες ίριδες μες στα καταπράσινα νερά του Σόργα. Έτσι και τις κουβαλούσε κάτω το ρεύμα, θ’ αποκεφαλίζονταν σίγουρα.

Η κωμική μου λαγνεία, η παγωμένη μου επιθυμία: να πιάνεις το κεφάλι σου σαν αρπακτικό στο χείλος της αβύσσου. Σε κράταγα ξανά και ξανά στη βροχή των βράχων σαν γεράκι που φορούσε κουκούλα.

 

Να, εδώ είναι ακόμα τα βήματα του συγκεκριμένου κόσμου, η σκοτεινή προοπτική, όπου χειρονομούν οι σιλουέτες όσων ανδρών καταπιάνονται με τις αρπαγές και τη διχόνοια. Κάποιες ρυθμίζουν συμψηφιστικά τη φωτιά της συγκομιδής, με τα σύννεφα εν πολλοίς συμφωνώντας.

 

Σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις αδιάλειπτα, ίριδα εσύ, άνθος μου εσύ της δικής μου βαρύτητας. Στο χείλος σηκώνεις των υδάτων αξιοθαύμαστη στοργή και αφοσίωση, δεν βαραίνεις όσους ετοιμοθάνατους ξαγρυπνάς και παραστέκεις, σβήνεις πληγές που ο χρόνος δεν γιατρεύει, δεν διευθύνεις οίκο ζοφερό, επιτρέπεις σε όλα τα παράθυρα ν’ αντανακλούν μία και μόνη όψη πάθους, συνοδεύεις την επιστροφή της ημέρας στις ελεύθερες τις λεωφόρους, στις λεωφόρους τις πράσινες.

 

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

 

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΤΟΥ ΜΟΝΟΚΕΡΟΥ



RENÉ CHAR


ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΤΟΥ ΜΟΝΟΚΕΡΟΥ

Είχε νιώσει παραμερισμένος και μόνος εκεί στην άκρην-άκρη του αστερισμού του που μέσα στο αναμμένο διάστημα δεν ήτανε παρά μια πολύ μικρή ψυχρή πολίχνη.
  Σε όποιον τον ρώταγε «Τη βρήκες επί τέλους; Είσαι εν τέλει ευτυχής», αυτός αρνιόταν την απάντηση κι έκοβε μόνο ένα φύλλο από αγιόκλημα.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.