Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024

ΔΥΟ-ΤΡΙΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΜΠΛΑΝΑ

 




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

 

ΔΥΟ-ΤΡΙΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΜΠΛΑΝΑ

 

Με τον Γιώργο γνωριζόμασταν από πολύ-πολύ παλιά, από τότε που εργαζόταν ως υπάλληλος στο βιβλιοπωλείο «Πρωτοπορία». Ήταν κάτω, στο υπόγειο, στον τομέα της Λογοτεχνίας. Σοβαρός, μαζεμένος, συνεσταλμένος. Θα έλεγα «μελαγχολικός». Αυτή την εικόνα του έχω κρατήσει στον νου μου. Τον θυμάμαι να είναι μεν πωλητής βιβλίων, αλλά και να έχει πάντα στα χέρια του κάποιο βιβλίο ανοιγμένο – απόδειξη ότι διάβαζε. «Μπορείς να συγκεντρωθείς στο διάβασμα εδώ;» – κάτι τέτοιο τον είχα ρωτήσει την πρώτη φορά που τον είδα, απλώς για να του πιάσω κουβέντα, έχοντας πιο πολύ απορήσει για το τί διάβαζε παρά για το ότι κατάφερνε και διάβαζε μες στην κίνηση του μεγάλου βιβλιοπωλείου και τη σχετική φασαρία. Είχε το βιβλίο τσακισμένο στα δύο, στη ράχη του, και δεν φαινόταν το εξώφυλλό του. Μου είχε απαντήσει κάτι σαν «Δεν πρέπει να χάνουμε χρόνο». Και επειδή μου άρεσε η απροσδόκητη απάντησή του, που μου την έδωσε με κάποια καθυστέρηση και συστολή, αν όχι δειλία, βρήκα την αφορμή να τον ρωτήσω τί ακριβώς διάβαζε. «Ποίηση. Χόλντεριν», μου απάντησε. Εξυπνάκιας εγώ έσπευσα να τον διορθώσω: «Χέλντερλιν». Η απόκριση που έλαβα δεν ήταν τώρα μόνο απροσδόκητη, αλλά ήταν και κυριολεκτικώς αποστομωτική: «Το ίδιο είναι». Γι’ αυτό και δεν επέμεινα στην ορθοέπεια ως προς το όνομα του μεγάλου Γερμανού. Εικάζοντας από το μέγεθος και το πάχος του διπλωμένου βιβλίου ότι πρόκειται για τη μετάφραση των Ποιημάτων του από τον Παπατσώνη, εκδόσεις Ίκαρος, του το «μάντεψα». Μου το επιβεβαίωσε: «Ναι, του Παπατσώνη είναι».

Σε λίγο καιρό και επί αρκετό καιρό βρεθήκαμε να διαβάζουμε (με τις αναγκαίες διακοπές) στο υπόγειο της Πρωτοπορίας Χέλντερλιν. Μου το είχε ζητήσει, αφού έμαθε ότι ήξερα γερμανικά, και του εξηγούσα λέξη-λέξη και κατά λέξη το γερμανικό πρωτότυπο. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η αφομοιωτική ικανότητά του.

Για κάμποσους μήνες μιλούσαμε συχνά και γενικώς για λογοτεχνία. Ούτε θυμάμαι τί ακριβώς λέγαμε. Πάντως τον απασχολούσαν πράγματα που εμένα με άφηναν –τότε– αδιάφορο. Το 1985 έφυγα για διδακτορικές σπουδές στη Γερμανία. Επέστρεφα στην Αθήνα κάθε Ιούλιο και ξανάφευγα για τη Γερμανία στα τέλη Σεπτεμβρίου. Συναντιόμασταν περιστασιακά στην «Πρωτοπορία», διότι εντωμεταξύ είχα αλλάξει και βιβλιοπωλική στέγη: είχα γίνει πελάτης του «Βιβλιοπωλείου της Εστίας» στην οδό Σόλωνος, και έμεινα μέχρι που έκλεισε. Ο Μπλάνας είχε διαβάσει πάρα πολύ – για την ακρίβεια είχε γίνει μελετητής… συστηματικός μελετητής. Δεν χρειαζόταν πολύ για να το καταλάβεις. Και χαιρόμουν – και γι’ αυτό και για τις κάποιες αραιές συζητήσεις μας.

Το 1994 μετακόμισα στην Κέρκυρα, όπου μένω μέχρι και σήμερα. Χαθήκαμε για πολύ καιρό με τον Γιώργο, για πάνω-κάτω τρεισήμισι χρόνια. Τον πέτυχα στα τέλη του 1997 στο υπόγειο του «Διάττοντα», Ιπποκράτους 75, στο τυπογραφείο του φίλου μου του Νίκου Βοζίκη, όπου θα εξέδιδε μια ποιητική συλλογή σε πλακέτα. Πρόκειται για το βιβλίο «Η αναπόφευκτη ανθηρότητά σου», που κυκλοφόρησε τον Γενάρη του 1998. Δεν ήξερα ότι έγραφε ποιήματα. Δεν είχε τύχει να μου το πει. Μιλήσαμε για κανά δεκάλεπτο, κανόνισα εγώ τις δουλειές μου με τους μάστορες τυπογράφους του «Διάττοντα», χαιρετηθήκαμε και έφυγα. Ούτε τηλέφωνα ανταλλάξαμε ούτε είπαμε να ιδωθούμε. Μετά από έναν μήνα, που ξαναπέρασα από τον «Διάττοντα», βρήκα να μου έχει αφήσει με αφιέρωση την προηγούμενη (που ήταν και η πρώτη του) ποιητική συλλογή του:  «Η ζωή κολυμπά σαν φάλαινα ανύποπτη πριν τη σφαγή» (Υάκινθος, 1987).

Πολλά χρόνια πέρασαν και δεν τον ξανάδα. Θέλω να πω: τον ξανάδα μία μόνο φορά το 2015 ή το 2016 στην Πλατεία Ελευθερίας στο Νέο Ψυχικό. Μιλήσαμε με μεγάλη εγκαρδιότητα, αλλά μόνο για δέκα λεπτά – ήμασταν, άλλωστε, με τις παρέες μας. Είπαμε να βρεθούμε να τα πούμε. Δεν βρεθήκαμε. Από τότε τα λέγαμε όμως καμιά φορά στο Facebook – λίγο, δια βραχυτάτων.

Δημοσίευσε και άλλες ποιητικές συλλογές, τις προμηθεύτηκα όλες και τις διάβασα ακανόνιστα, δηλαδή ανάκατα. Τις διάβασα όλες μονομιάς μέσα σε έναν μήνα μετά τα χρόνια των μνημονίων. Μού έκανε εντύπωση η δύναμη της γραφής του. Δεν είμαστε της ίδιας σχολής, αλλά αυτό ακριβώς είναι ό,τι πάντα μού συμβαίνει χωρίς καθόλου να εκπλήττομαι: το ότι εντυπωσιάζομαι από τα «άλλα», από τα «διαφορετικά», από ό,τι δεν μου είναι «στενά οικείο». Κι όσο διάβαζα τα έργα του θυμόμουν πάντα (με λίγη πίκρα ομολογώ) τον… Χόλντεριν! Τα διάβασα, όπως είπα, όλα, και πρωτίστως χάρηκα για την «πρόοδό» του, θεωρώντας ότι κι εγώ (ως το πάλαι ποτέ συνομιλητής του) είχα συμβάλει μια σταλιά σε αυτή την πρόοδό του.

Ο Γιώργος ρίχτηκε στη μετάφραση κλασικών κειμένων. Τέρας εργατικότητας. Έβγαλε πολλά βιβλία. Αυτό ήταν και το «λάθος» του. Μπήκε στο μάτι πολλών αταλάντων με «άκρες» και υπεράγαν φιλοδόξων. Οι λοιδορίες στο πρόσωπό του ήταν το λιγότερο. Οι κακίες και οι ύβρεις έδιναν και έπαιρναν. Καλά, δεν είναι στα μέρη μας και πρωτόγνωρο το φαινόμενο…  Δεν ξέρω πώς το είχε αντιμετωπίσει, πώς το είχε διαχειριστεί. Δεν έχει σημασία τώρα πιά, αλλά μάλλον θα είχε στενοχωρηθεί. Το εικάζω.

Με τον Μπλάνα δεν υπήρξαμε φίλοι. Είχαμε γνωριστεί, όπως έγραψα ότι είχαμε γνωριστεί, αλλά καλά-καλά δεν ήμασταν ούτε «γνωστοί». Απλώς γνωριζόμασταν και τρέφαμε συμπάθεια ο ένας για τον άλλον. Κι όμως, όταν από τον κοινό μας φίλο Μιχάλη Παπαντωνόπουλο πληροφορήθηκα τον θάνατό του (και πρέπει να ήμουν εκείνος που πρώτος ανακοίνωσε την απέλευσή του από τα εγκόσμια στο Facebook), ένιωσα βαθύτατη λύπη, σαν να έχασα πολύ δικό μου άνθρωπο… σαν να έχασα καλό μου φίλο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου