FEDERICO GARCÍA LORCA
ΜΙΚΡΟ
ΒΙΕΝΝΕΖΙΚΟ ΒΑΛΣΑΚΙ
Στὴ Βιέννη εἶναι δέκα κορίτσια,
ἕνας ὦμος, καὶ πάνω του θρηνεῖ ὁ χάρος,
κι ἕνα δάσος ταριχευμένα περιστέρια.
Εἶν᾽ ἔνα θραῦσμα ἀπ᾽ τὸ πρωὶ
μὲς στὸ μουσεῖο τῆς πάχνης.
Εἶν᾽ ἔνα σαλόνι μὲ χίλια παράθυρα.
Ἄχ, ἄχ. ἄχ, ἄχ!
Πάρε αὐτὸ τὸ βὰλς μὲ τὸ στόμα κλεισμένο.
Αὐτὸ τὸ βάλς, τὸ βὰλς αὐτό, τὸ βὰλς
τοῦ ναί, τοῦ χάρου, τοῦ κονιάκ,
τὸ βὰλς ποὺ βρέχει τὴν οὐρά του στὴ θάλασσα.
Σ᾽ ἀγαπῶ, σ᾽ ἀγαπῶ, σ᾽ ἀγαπῶ
στὴν πολυθρόνα, στὸ νεκρὸ βιβλίο,
σὲ διάδρομο μελαγχολικό,
στὴ σκοτεινὴ τοῦ κρίνου τὴ σοφίτα,
στὸ φεγγαρίσιο μας κρεβάτι
καὶ στὸ χορὸ πού ᾽ν᾽ τῆς χελώνας ὄνειρο.
Ἄχ, ἄχ. ἄχ, ἄχ!
Πάρε αὐτὸ τὸ βὰλς μὲ τὴ μέση σπασμένη.
Στὴ Βιέννη ἔχει τέσσερις καθρέφτες
νὰ παίζουνε τὸ στόμα σου, οἱ ἀντίλαλοι.
Εἶν᾽ ἕνας θάνατος γιὰ πιάνο
ποὺ ζωγραφίζει μπλὲ τὰ παλικάρια.
Στὶς στέγες πάνω εἶναι ζητιάνοι,
κρέπια φρέσκα ὅλο θρήνους.
Ἄχ, ἄχ. ἄχ, ἄχ!
Πάρε αὐτὸ τὸ βὰλς ποὺ πεθαίνει στὰ χέρια μου.
Σ᾽ ἀγαπῶ, σ᾽ ἀγαπῶ, σ᾽ ἀγαπῶ, ἔρωτά μου,
στὴ σοφίτα ποὺ παίζουν τὰ παιδάκια
καὶ δόξες ὀνειρεύονται παλιὲς οὐγγαρέζικες
μὲς στὴ βουὴ τοῦ χλιαροῦ ἀπογεύματος
πρόβατα βλέποντας καὶ κάτι χιονόκρινα
στὴ σκοτεινὴ σιωπὴ τοῦ μετώπου σου.
Ἄχ, ἄχ. ἄχ, ἄχ!
Πάρε αὐτὸ τὸ βάλς: «Θὰ σ᾽ ἀγαπῶ γιὰ πάντα».
Μαζί σου στὴ Βιέννη θὰ χορέψω
καὶ τὸ φράκο μου θά ᾽χει
ποταμιοῦ κεφάλι.
Δὲς τὰ ζουμπούλια στὴν κοίτη!
Τὸ στόμα μου θ᾽ ἀφήσω μέσα στὰ πόδια σου,
τὴν ψυχή μου σὲ φωτογραφίες καὶ κρίνα,
καὶ στὰ κύματα τὰ σκοτεινὰ τῆς κίνησής σου
θέλω, ἀγάπη μου, ἀγάπη μου, ν᾽ ἀφήσω
βιολὶ καὶ μνῆμα, τοῦ βάλς μας τὶς κορδέλες.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου