Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...

 













ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

 

Στον Χούλιο Μαρούρι

 

Τίποτα δεν ξέρω. Γι’ αυτούς τους λεπτούς και λυγερούς αγέρες, γι’ αυτά τα λεπτά, τα λυγερά τα χέρια,

για κείνα τα μάτια που ακόμα και στις συννεφιές αστράφτουν.

Ούτε για σένα, πράσινο αιώνιο, κάλλος από καταβολών υπέροχο, νιότη τούτων εδώ των κοιλάδων.

Ούτε για εκείνο το τραγούδι που το μαντεύω σε κάτι χείλη ανάμεσα

και που, μολονότι μακριά, ακούγεται – κι ακούς το μέλος του πως σιγά-σιγά λεπταίνει.

 

Τα πάντα αγνοώ, περίφοβη ευσπλαχνία που σαν άλλο χέρι κατεβαίνεις, έρχεσαι στο ήσυχό μου μέτωπο,

με τα τρυφερά σου νανουρίσματα να με κοιμίσεις,

Ω μοναξιά! Και με κλειστά τα μάτια μου σε ακούω,

χέρι του Θεού φιλεύσπλαχνο, που πόση θέρμη μου χαρίζεις.

 

Μουσική στα κουρασμένα αφτιά. Φως περασμένο από κρησάρα

για τα θολά τα μάτια. Και γίνεται χαριτωμένη επιδερμίδα

στο τραχύ ακόμα μέτωπό μου, καθώς από καιρό πια την αφθονία του δέχεται.

 

Αχ, τι ανάπαυση, ω Ζωή! Δέντρα απαλά, συνεσταλμένα –

καθόλου εδώ δεν επιμένουν. Σηκώνουν ήσυχα το φλιτζάνι τους ακολουθώντας καταπόδι έναν ουρανό που σοβαρός-σοβαρός

τους δείχνει συγκατάβαση. Α, όχι, τα χείλη μου ποτέ,

ποτέ δεν έφυγαν μακριά σου, όγκε θερμέ μου εσύ και γενναιόδωρο οίδημα

ενός γεμάτου και καθαρού ουρανού που κατεβαίνοντας φτάνει ίσαμε τα δικά μου χείλη.

 

Όμορφο φως τα φιλιά σου: απτά, χειροπιαστά. Όμορφε ουρανέ, σάρκα

περίλεπτη, τόσο αργή και άθικτη είσαι, που πιάνεις σήμερα και νανουρίζεις τη ζωή μου.

Με αγγίζεις, με αγγίζεις γλυκά... Σε νιώθω. Μη σταματάς, ποτέ μην τελειώσεις, ποτέ, όχι...

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΟΙ ΘΑΜΜΕΝΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΟΙ ΘΑΜΜΕΝΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ

 

Έχω ακόμα

εδώ τα χείλη μου επάνω στα δικά σου. Νεκρή,

τελειωμένη εσύ, άντε τέλειωνε!

Ω ελευθερία! Εδώ, σκοτεινά στρυμωγμένοι,

κάτω από το χώμα, με τις πυκνές τις ρίζες ανακατεμένοι,

ζήσαμε, επιζήσαμε, νεκροί, πνιγμένοι, ουδέποτε ελεύθεροι.

Πάντοτε ερωτικά δεμένοι, χωρίς αγάπη, νεκροί·

αναπνέουμε αυτή την κουρασμένη λάσπη, τυφλοί, αδέξιοι,

και παρατείνουμε την ύπαρξή μας, έχοντας γίνει πια χώμα σβησμένο,

χώμα βαρύ και μπερδεμένο, ενώ από πάνω ελεύθερα

την πρωινή τους ελευθερία τραγουδούν φύλλα ολοζώντανα,

σύννεφα περαστικά

κι ένας καθαρός άνεμος που φυσάει και φιλάει άλλα χείλη,

τα χείλη των γυμνών, των αγνών και απαλλαγμένων εραστών.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΕΝΑΣ ΚΕΡΑΥΝΟΣ


 

VICENTE ALEIXANDRE

 

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΕΝΑΣ ΚΕΡΑΥΝΟΣ

 

Και δεν ξέρουμε ούτε πού πάμε ούτε από πού ερχόμαστε.

Ρουβέν Δαρίο

 

Και πού πάμε ξέρουμε και από πού ερχόμαστε. Ανάμεσα σε δύο σκοτάδια ένας κεραυνός.

Και εκεί, στην ξαφνική τη φώτιση, έρχεται μια χειρονομία, μια χειρονομία μοναδική,

ένας μορφασμός μάλλον, που φωτίζεται από ένα φως επιθανάτιου ρόγχου.

 

Αλλά ας μην αυταπατώμεθα, ας μην μεγαλώσουμε άλλο. Με ταπεινοφροσύνη, με λύπη, με συναίνεση, με τρυφερότητα

ας καλωσορίσουμε αυτό που έρχεται: την ξαφνική επίγνωση μιας συνοδείας, κάπου εκεί στην έρημο.

Κάτω από ένα μεγάλο κρεμαστό φεγγάρι που διαρκεί όσο και η ζωή, εμείς,

όντας τη στιγμή της λογοδοσίας ανάμεσα σε δύο αχανή σκοτάδια,

θα δούμε τούτο το θλιμμένο πρόσωπο να στρέφει προς το μέρος μας τα μεγάλα ανθρώπινα μάτια του,

δείχνοντάς μας τον φόβο του και την αγάπη του για μας.

Και ας φέρουμε τότε τα χείλη μας επάνω στο ζεστό μέτωπο και ας αγκαλιάσουμε

με τα χέρια μας το αδύναμο σώμα, ασχέτως του αν ήδη τρέμουμε – ας τρέμουμε  στην απέραντη πεδιάδα

όπου τώρα μόνο του επιθανάτιου ρόγχου η σελήνη λάμπει.

 

Σαν σε αντίσκηνο στην ύπαιθρο,

που το δαγκώνει ο μανιασμένος άνεμος, άνεμος που έρχεται από τα απόκρυφα του χάους βάθη,

εδώ το ανθρώπινο ζευγάρι, εσύ κι εγώ, αγαπημένη μου, τη μεγάλη νιώθουμε την άμμο που μας περιμένει.

Και δεν τελειώνει ποτέ – έτσι δεν είναι; Σε μια μακρά και ατελείωτη νύχτα, και δίχως να το ξέρουμε, την έχουμε πέρα-δώθε τρέξει εμείς και ξανατρέξει.

Ίσως μαζί, ω, όχι, ίσως μόνος του ο καθένας μας, σίγουρα μόνος του,

με μιαν εξαρχής αόρατη κατάκοπη όψη, την έχουμε πέρα-δώθε τρέξει εμείς και ξανατρέξει.

Και μετά, όποτε τούτο το ξαφνικό κρεμαστό φεγγάρι, κάτω απ’ το οποίο θα έχουμε τον εαυτό μας καλά αναγνωρίσει,

σιγά-σιγά πιάνει να σβήνει,

εμείς θα ξαναπιάνουμε το πηγαινέλα μας. Δεν ξέρω αν μόνος του ο καθένας μας, δεν ξέρω αν συνοδευόμενος.

Δεν ξέρω αν θα ξαναπατήσουμε τις ίδιες αμμουδιές κάνοντας μια νύχτα τον ίδιο δρόμο – κατά τα πίσω όμως.

 

Μα τώρα το κρεμασμένο φεγγάρι, το φεγγάρι το θα ’λεγες στραγγαλισμένο, λάμπει μια στιγμή και μόνο.

Και σε κοιτάζω. Άσε με να σε αναγνωρίζω.

Εσύ είσαι, ω συνοδεία μου και μόνη μου ασφάλεια, η άμεση και στιγμιαία ανάπαυσή μου, η ρητή αναγνώρισή μου εκεί που βρίσκομαι και είμαι.

Και άσε με ν’ ακουμπήσω τα χείλη μου στο ζεστό σου μέτωπο — ω, πόσο το νιώθω.

Και για μια στιγμή άσε με να κοιμηθώ στο στήθος σου, όπως θα κοιμηθείς κι εσύ στο δικό μου,

ενώ το φεγγάρι, μακρινό και ακαριαίο, θα μας κοιτάζει και με το ευσεβές μας φως θα μας κλείσει μεμιάς τα μάτια.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Ο ΠΑΖΟΛΙΝΙ ΚΑΙ Ο ΝΕΡΟΥΔΑ

 






Ο ΠΑΖΟΛΙΝΙ ΚΑΙ Ο ΝΕΡΟΥΔΑ
... στην Πρέβεζα (Σιμούν), στο Αγρίνιο (Βιβλιοτρόπιο) και στη Ναύπακτο (Adagio).

ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...