VICENTE ALEIXANDRE
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΔΕΝ
ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΛΥΦΗ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ
Σήμερα
επιθυμώ να σου δηλώσω τον έρωτά μου.
Ένα
ποτάμι αίμα, μια θάλασσα αίμα είναι τούτο το έναστρο φιλί που έπεσε στα χείλη
σου. Τα δυο σου στήθη είναι πολύ μικρά για να συνοψιστεί ολόκληρη ιστορία. Μάγεψέ
με. Πες μου την ιστορία αυτού εδώ του σπίλου που δεν γνωρίζει τοπίο. Υλοτομημένο
δάσος που θα μ’ έκανε να υποφέρω, πεδιάδα ίσια καθαρή.
Η
συντροφιά σου είναι αλφαβητάρι. Θα τελειώσω χωρίς να σε ακούω. Τα σύννεφα δεν
φεύγουν μεν απ’ το κεφάλι σου, υπάρχουν όμως ψάρια που δεν αναπνέουν. Τα πεσμένα
σου μαλλιά δεν κλαίνε, ακριβώς επειδή τα μαζεύω πίσω στην πλάτη σου. Τρέμεις
από λύπη, γιατί οι χαρές φεύγουνε, πετάνε. Ένα παιδί καβαλάει κρυφά το χέρι μου.
Στη μέση σου τίποτ’ άλλο δεν υπάρχει παρά μόνο το ήρεμο άγγιγμα μου. Η καρδιά
σου θα πεταχτεί απ’ το στόμα σου, μόλις αρχίσει να παίρνει η καταιγίδα χρώμα
βιολετί. Το τοπίο αυτό είναι τώρα νεκρό. Μια πεσμένη πέτρα φανερώνει ότι πάει
να τελειωθεί η γυμνότητα. Ξάπλωσε δίχως να σε πάρουν είδηση. Στο μέτωπό σου
υπάρχουν κάτι καταξασπρισμένα σχέδια. Τα χρυσά βραχιόλια ζώνουν το νερό, τα χέρια
σου είναι αμόλυντα – ας αναφερθεί: αμόλυντα, καθαρά. Μη μου δένεις το λαιμό –
θα πιστέψω ότι όπου νά ’ναι πάει να νυχτώσει. Οι βροντές είναι υπόγειες. Του
ρεύματος δεν φαίνεται ο διακόπτης. Υπάρχει μι’ ασφυξία που βγαίνει από το στόμα
μου. Τα λευκά σου δόντια είναι στο κέντρο της γης. Τα κίτρινα πουλιά καδράρουν
τις βλεφαρίδες σου. Μην κλαις. Ναι, σ’ αγαπώ. Το στήθος σου δεν είναι βασιλικός
στη γλάστρα· είναι όμως το λουλούδι εκείνο το άλλο, το καυτό. Πνίγομαι. Ο
κόσμος καταρρέει, γκρεμίζεται στην κατηφόρα. Κι εγώ πεθαίνω.
Θα
μεγαλώσουν οι μανόλιες. Γυναίκα, οι μασχάλες σου είναι κρύες. Τα ρόδα θα μεγαλώσουν
τόσο, που θα καταπνίξουν όλους τους θορύβους. Κάτω από τα μπράτσα σου ακούγεται
ο χτύπος της καρδιάς που είναι όλη από καστόρι. Και τί φιλί! Πάνω από την πλάτη
σου ένας καταρράκτης με παγωμένο νερό θα σου θυμίσει τον προορισμό σου. Είναι γιός
μου. —Η φωνή σχεδόν βουβή.— Μα η απαλότατη φωνή σου και ο πολύ βραχνός ο βήχας
θα φτύσουν τα ζοφερά άνθη. Τα φώτα θα βυθιστούν στο χώμα, θα πετάξουν ρίζες μες
στο μεσημέρι. Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, δεν σ’ αγαπώ. Το χώμα και η φωτιά στα χείλη
σου έχουν γεύση απολεσθέντος θανάτου. Βροχή με ροδοπέταλα συνθλίβει τη
σπονδυλική μου στήλη. Σαν το φίδι θα σέρνομαι. Ένα πηγάδι με γλώσσα ξερή, σκαμμένο
στο κενό, σηκώνει την οργή του και χτυπά το μέτωπό μου. Αποδοκιμάζομαι και πέφτω,
όλο πέφτω· τα μάτια μου ανοίγω και κοιτάζω τον υγρό ουρανό. Ο κόσμος βρέχει τα
κούφια καλάμια του. Σ’ έχω αγαπήσει, εγώ – σ’ έχω. Πού είσαι; – η μοναξιά μου
δεν είναι σπίτι να μένω. Κόψε με σωστά και τα ζωοτόκα ημίση μου θα σέρνονται στo μελανιασμένο χώμα.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.