Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023

ΜΕ ΛΥΠΗ ΜΟΥ ΑΦΗΣΑ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΗ ΜΟΥ ΝΑ ΠΑΕΙ ΝΑ ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΕΙ

 


EMILIO ADPLFO WESTPHALEN

 

[ΜΕ ΛΥΠΗ ΜΟΥ ΑΦΗΣΑ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΗ ΜΟΥ ΝΑ ΠΑΕΙ ΝΑ ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΕΙ]

 

Με λύπη μου άφησα την κεφαλή μου να πάει να ξεκουραστεί

Σε τούτη τη σκιά που πέφτει απ’ των βημάτων σου τον θόρυβο

Μα γύρνα προς την άλλην άκρη, γύρνα εσύ

Υπέροχη σαν τη νύχτα για να σε αρνηθώ

Έχω αφήσει όλες τις αυγές μου και τα δέντρα να ριζώσουν στον λαιμό μου

Έχω αφήσει ακόμη και το αστέρι που έτρεχε στα κόκαλά μου ανάμεσα

Έχω εγκαταλείψει το σώμα μου

Όπως εγκαταλείπει το ναυάγιο τα πλοία

Ή όπως και η ανάμνηση την ώρα της φυρονεριάς

Κάποιους ξένους στα περιγιάλια

Έχω εγκαταλείψει το σώμα μου

Σαν γάντι για να μένει το χέρι σου ελεύθερο

Αν πρέπει οπωσδήποτε να στύψεις τη χυμώδη σάρκα κάποιου άστρου

Δεν με ακούς κι ας είμαι ελαφρότερος από τα φύλλα

Γιατί έχω απαλλαγεί απ’ όλα τα κλαδιά

Και ούτε καν ο αέρας δεν με αλυσοδένει

Μα ούτε και τα νερά μπορούν να κάνουν κάτι εναντίον μου αλλά

Δεν με ακούς εσύ να έρχομαι πιο δυνατός από τη νύχτα

Ούτε οι πόρτες που δεν αντιστέκονται στην ανάσα μου

Ούτε οι πόλεις που σιωπούν για να μας προειδοποιήσουν

Ούτε το δάσος που ξέρω πως ανοίγει σαν πρωί γι’ αυτό

Πες μου ποιός θέλει να σφίξει στην αγκαλιά του τον κόσμο

Όμορφο πουλί εσύ που πρέπει να πέσεις στον παράδεισο

Αφού οι αυλαίες έχουν ήδη πέσει στην πτήση τους

Τα μπράτσα μου έχουν ήδη κλείσει τους προμαχώνες

Και τα κλαδιά τείνουν να σου εμποδίζουν το πέρασμα

Ενώ η εύθραυστη ελαφίνα φοβάται το χώμα

Φοβάται τον ήχο των βημάτων σου επάνω στο στήθος μου

Οι φράχτες είναι ήδη συνδεδεμένοι

Και το μέτωπό σου πρέπει τώρα να πέσει από το βάρος της αγωνίας μου

Τα μάτια σου πρέπει τώρα να κλείσουν πάνω απ’ τα δικά μου

Και να σε κάνει η αβρότητά σου ν’ αναβρύσεις σαν καινούργια κέρατα

Και να σ’ εξαπλώσει η καλοσύνη σου σαν τον ίσκιο που με τυλίγει

Καθώς έχω αφήσει το κεφάλι μου ολοένα να γυρίζει

Την καρδιά μου να πέσει

Και τίποτα πια δεν μου μένει, για να είμαι πιο σίγουρος πως θα σε φτάσω

Διότι σαν τη νύχτα κομίζει σπουδή και σκοτάδια

Και ίσως δεν φτάσω στην άλλη άκρη,

Αφού δεν έχω χέρια να κρατηθούν

Απ’ τα συμπεφωνημένα περί φθοράς και αφανισμού

Ούτε πόδια που βαραίνουν πάνω σε τόση μα τόση λήθη

Νεκρών οστών και λουλουδιών πεθαμένων

Και ίσως δεν φτάσω στην άλλη άκρη,

Αν έχουμε ήδη διαβάσει την τελευταία σελίδα

Και έχει αρχίσει η μουσική να πλέκει το φως όπου πρέπει να πέσεις

Και τα ποτάμια να σου κλείνουν τον δρόμο

Και τα λουλούδια να σε κουβαλάνε στη φωνή μου

Οπότε ρόδο μου εσύ μεγάλο ήρθε η ώρα να σε σταματήσω

Το καλοκαίρι αντηχεί σαν να ξεπαγώνουνε οι καρδιές

Και τα χαράματα τρέμουν σαν τα δέντρα όταν ξυπνάνε

Οι δε έξοδοι όλες φυλάσσονται

Ρόδο μου εσύ μεγάλο, δεν πρέπει άραγε να πέσεις;

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 






ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ

 





ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

ΜΕΣ’ ΑΠ’ ΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΚΟ ΛΙΒΑΔΙ ΦΩΝΗΣ…

 


EMILIO ADOLFO WESTPHALEN

 

[ΜΕΣ’ ΑΠ’ ΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΚΟ ΛΙΒΑΔΙ ΦΩΝΗΣ…]

 

Μέσ’ απ’ το μικροσκοπικό λιβάδι φωνής επιπλεούσης στους αιθέρες

Με το αμελητέο βάρος όσων πλανητών φωτίζονται από άνθη

Ανάμεσα στα λάβαρα των ξεριζωμένων και ακυβέρνητων ημερών

Επάνω σε μια σειρά θαυμασίως λαξευμένων θαλασσών

Με το τραγούδι των πουλιών για κοίτη και για λίκνο των σκαφών

Και με την ουρά του παγονιού δίκην φωτοστέφανου των πιο μικρών πραγμάτων

Τα διάφανα τα σαλιγκάρια τα πορσελάνινα τα φύκια

Τ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα των παιδιών και τις δακτυλήθρες που γεννήθηκαν

Κάτω απ’ τον φλοιό των μανιταριών ανάμεσα στους βούρκους

Στην κόμη κάποιου κοριτσιού που έχει μπερδευτεί στον γαλαξία

Στα ίδια τα έγκατα της μουσικής πατώντας

Με τον ήλιο να βουλιάζει βασιλεύοντας στο στήθος μας

Και ν’ αφήνει το αίμα να κυλάει σαν καλό ποτάμι

Γιατί είναι το ίδιο που παίρνω εγώ και φέρνεις εσύ

Και οι ίδιοι δρυμοί αντιλαλούνε στις κραυγές μας

Και τα ίδια περιστέρια κουρνιάζουνε στα μάτια μας

Και τα ίδια φλάουτα μάς διασχίζουν για να ιδρύσουν το δικό μας κράτος

Γυρίζοντας τα φεγγάρια πάνω από τους συνοικισμούς

Και τα φίδια πάνω από τα δάση

Φέρνοντας τον ουρανό πάνω από τις συγκυρίες της τύχης μας

Ραντίζοντας με τον αφρό του τ’ ακρογιάλια μας

Προκειμένου να συνεχίζουν τα πυρετώδη δέντρα τη ζωή τους μες στις φλέβες μας

Οι αλέες να γέρνουν στους παλμούς της καρδιάς μας

Όντας εσύ σαν λίμνη κι εγώ σαν ματιά

Που μπαίνει η μία συνέχεια μέσα στην άλλη

Όπως το δέντρο και η αύρα όπως το όνειρο και ο κόσμος

Της νύχτας που παίρνει το βάθος και της ημέρας που παίρνει το άπλωμα

Σε ποιές σπηλιές να καταφύγετε άραγε μπρος στην τόση λάμψη

Ω μέρα που ουδέποτε κινείσαι ουρανέ που για μας πορεύεσαι

Ποτάμια που δεν ξέρετε να πληγώνετε και βάρκες συνωστιζόμενες στα σωθικά μας

Τα στόματα επιπλέουν σαν ζώδια

Οι αγκαλιές μπλέκονται σαν λουλούδια επάνω απ’ τα νερά

Τα μέτωπα ακολουθούν τα ρεύματα και τίποτα τα μάτια δεν χωρίζουν

Είναι η φλεγόμενη δόξα που ησυχάζει στα κορμιά μας

Αιρόμενη επάνω από τη φοβερή μάχη του φωτός με το σκότος

Το λάβαρο της ιερής συντροφίας και τα ήρεμα βλέμματα

Είναι η δόξα που έπεσε στα πόδια μας

Είναι ο θρίαμβος που πληγώθηκε σαν υπόχθόνιο λυκόφως

Αλλάζοντας εποχή στην καρδιά του υδράργυρου

Σαν ρόδο μες στην αγκαλιά μας πνιγμένο

Ή σαν τη θάλασσα που γεννιέται από τα χείλη σου

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 





ΣΕ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑ

 


EMILIO ADOLFO WESTPHALEN

 

[ΣΕ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑ]

 

Σε ακολούθησα όπως μας κυνηγάνε οι μέρες

Με τη βεβαιότητα να τις βγάλω και να τις  αφήσω στο δρόμο

Ν’ απλώσουν κάποια μέρα τα κλαδιά τους

Σ’ ένα ηλιόλουστο πρωινό με ανοιχτούς όλους τους πόρους του

Και να αιωρούνται από σώμα σε σώμα

Σε ακολούθησα όπως χάνουμε καμιά φορά το βήμα μας

Για μια νέα αυγή φλογισμένη στα χείλη μας

Και τίποτα δεν μπορεί πια ν’ αμφισβητηθεί

Και τα πάντα είναι πια τότε ένας κόσμος μικρός που κυλάει στις σκάλες

Και τα πάντα είναι πια τότε λουλούδι που σκύβει πάνω από το αίμα

Και τα κουπιά βυθίζονται βαθύτερα στις αύρες

Για να σταματήσει η μέρα και να μη μπορεί πια να περνάει

Σε ακολούθησα όπως ξεχνιούνται τα χρόνια

Όταν η ακτή παύει να εμφανίζεται με την κάθε πνοή του ανέμου

Και η θάλασσα ανεβαίνει ψηλότερα από τον ορίζοντα

Για να μη μ’ αφήσει να περάσω

Σε ακολούθησα κρυμμένος πίσω από τα δάση και τις πόλεις

Κουβαλώντας τη μυστική καρδιά και το φυλαχτό το σίγουρο

Περιφερόμενος πάνω σε κάθε νύχτα με κλαδιά αναγεννημένα

Προσφερόμενος σε κάθε ριπή όπως απλώνεται το άνθος να πάει στο κύμα

Ή όπως μαλακώνει τις παλίρροιές της η κόμη

Χάνοντας τις βλεφαρίδες μου στην εχεμύθεια των χαραμάτων

Καθώς ανεβαίνουν οι άνεμοι και λυγίζουν τα δέντρα και τους πύργους

Και πέφτοντας εγώ από ψίθυρο σε ψίθυρο

Όπως ανέχεται να κουβαλάει τα βήματά μας η μέρα

Για να με σηκώσει ύστερα με του βοσκού τη γκλίτσα

Και ν’ ακολουθήσω του χείμαρρους που πάντα χωρίζουν

Το κλήμα που ήδη πάει να πέσει στους ώμους μας

Και το κουβαλάνε σαν σχινόβεργα που την παρασέρνει το ρεύμα

Σε ακολούθησα περνώντας μια σειρά ηλιοβασιλέματα

Εκτεθειμένα στη βιτρίνα κάποιου καταστήματος

Σε ακολούθησα έχοντας μαλακώσει μέχρι θανάτου

Για να μην ακούς τα βήματά μου

Σε ακολούθησα σβήνοντας το βλέμμα μου

Και σωπαίνοντας σαν το ποτάμι όταν πλησιάζει την αγκαλιά

Ή το φεγγάρι που βάζει τα πόδια του εκεί που δεν υπάρχει απάντηση

Και έχω σιωπήσει λες και τα λόγια δεν είχανε γεμίσει τη ζωή μου

Και σαν να μην έχω πια τίποτ’ άλλο να σου προσφέρω

Κι έχω μείνει σιωπηλός γιατί η σιωπή φέρνει πιο κοντά τα χείλη

Γιατί μόνο η σιωπή ξέρει να σταματάει τον θάνατο στο κατώφλι

Γιατί μόνο η σιωπή ξέρει πώς να θανατώνεται χωρίς επιφυλάξεις

Κι έτσι σε ακολουθώ γιατί ξέρω ότι εσύ δεν θα πας παραπέρα

Και ότι στη σπάνια σφαίρα εξ ίσου πέφτουν τα σώματα

Γιατί σ’ εμένα την ίδια πίστη πρόκειται να βρεις

Ό,τι κάνει τη νύχτα ν’ ακολουθεί ακούραστα τη μέρα

Αφού κάποια στιγμή πρέπει να την πιάσει και να μη την αφήνει από τα δόντια της

Αφού κάποια στιγμή πρέπει να τη στριμώξεις

Καθώς ο θάνατος πλησιάζει στη ζωή

Σε ακολουθώ όπως παύουν να είναι πια τα φαντάσματα φαντάσματα

Με την άνεση να σε βλέπω σαν πύργο φτιαγμένον με άμμο

Πύργο ευαίσθητο ακόμα και στην παραμικρή ανάσα ή ταλάντωση των πλανητών

Που μένει όμως πάντα όρθιος και ποτέ δεν πάει μακρύτερα

Απ’ την άλλη μεριά τούτου εδώ του χεριού

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.