Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΛΥΦΗ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΛΥΦΗ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ

 

Σήμερα επιθυμώ να σου δηλώσω τον έρωτά μου.

 

Ένα ποτάμι αίμα, μια θάλασσα αίμα είναι τούτο το έναστρο φιλί που έπεσε στα χείλη σου. Τα δυο σου στήθη είναι πολύ μικρά για να συνοψιστεί ολόκληρη ιστορία. Μάγεψέ με. Πες μου την ιστορία αυτού εδώ του σπίλου που δεν γνωρίζει τοπίο. Υλοτομημένο δάσος που θα μ’ έκανε να υποφέρω, πεδιάδα ίσια καθαρή.

 

Η συντροφιά σου είναι αλφαβητάρι. Θα τελειώσω χωρίς να σε ακούω. Τα σύννεφα δεν φεύγουν μεν απ’ το κεφάλι σου, υπάρχουν όμως ψάρια που δεν αναπνέουν. Τα πεσμένα σου μαλλιά δεν κλαίνε, ακριβώς επειδή τα μαζεύω πίσω στην πλάτη σου. Τρέμεις από λύπη, γιατί οι χαρές φεύγουνε, πετάνε. Ένα παιδί καβαλάει κρυφά το χέρι μου. Στη μέση σου τίποτ’ άλλο δεν υπάρχει παρά μόνο το ήρεμο άγγιγμα μου. Η καρδιά σου θα πεταχτεί απ’ το στόμα σου, μόλις αρχίσει να παίρνει η καταιγίδα χρώμα βιολετί. Το τοπίο αυτό είναι τώρα νεκρό. Μια πεσμένη πέτρα φανερώνει ότι πάει να τελειωθεί η γυμνότητα. Ξάπλωσε δίχως να σε πάρουν είδηση. Στο μέτωπό σου υπάρχουν κάτι καταξασπρισμένα σχέδια. Τα χρυσά βραχιόλια ζώνουν το νερό, τα χέρια σου είναι αμόλυντα – ας αναφερθεί: αμόλυντα, καθαρά. Μη μου δένεις το λαιμό – θα πιστέψω ότι όπου νά ’ναι πάει να νυχτώσει. Οι βροντές είναι υπόγειες. Του ρεύματος δεν φαίνεται ο διακόπτης. Υπάρχει μι’ ασφυξία που βγαίνει από το στόμα μου. Τα λευκά σου δόντια είναι στο κέντρο της γης. Τα κίτρινα πουλιά καδράρουν τις βλεφαρίδες σου. Μην κλαις. Ναι, σ’ αγαπώ. Το στήθος σου δεν είναι βασιλικός στη γλάστρα· είναι όμως το λουλούδι εκείνο το άλλο, το καυτό. Πνίγομαι. Ο κόσμος καταρρέει, γκρεμίζεται στην κατηφόρα. Κι εγώ πεθαίνω.

 

Θα μεγαλώσουν οι μανόλιες. Γυναίκα, οι μασχάλες σου είναι κρύες. Τα ρόδα θα μεγαλώσουν τόσο, που θα καταπνίξουν όλους τους θορύβους. Κάτω από τα μπράτσα σου ακούγεται ο χτύπος της καρδιάς που είναι όλη από καστόρι. Και τί φιλί! Πάνω από την πλάτη σου ένας καταρράκτης με παγωμένο νερό θα σου θυμίσει τον προορισμό σου. Είναι γιός μου. —Η φωνή σχεδόν βουβή.— Μα η απαλότατη φωνή σου και ο πολύ βραχνός ο βήχας θα φτύσουν τα ζοφερά άνθη. Τα φώτα θα βυθιστούν στο χώμα, θα πετάξουν ρίζες μες στο μεσημέρι. Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, δεν σ’ αγαπώ. Το χώμα και η φωτιά στα χείλη σου έχουν γεύση απολεσθέντος θανάτου. Βροχή με ροδοπέταλα συνθλίβει τη σπονδυλική μου στήλη. Σαν το φίδι θα σέρνομαι. Ένα πηγάδι με γλώσσα ξερή, σκαμμένο στο κενό, σηκώνει την οργή του και χτυπά το μέτωπό μου. Αποδοκιμάζομαι και πέφτω, όλο πέφτω· τα μάτια μου ανοίγω και κοιτάζω τον υγρό ουρανό. Ο κόσμος βρέχει τα κούφια καλάμια του. Σ’ έχω αγαπήσει, εγώ – σ’ έχω. Πού είσαι; – η μοναξιά μου δεν είναι σπίτι να μένω. Κόψε με σωστά και τα ζωοτόκα ημίση μου θα σέρνονται στo μελανιασμένο χώμα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΦΥΛΛΟ ΧΑΡΤΙΟΥ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΦΥΛΛΟ ΧΑΡΤΙΟΥ

 

Σπαραξικάρδια ατυχία!

Αρθούρος Ρεμπώ

 

Αυτό που εγώ νιώθω δεν είναι θάλασσα. Αυτό που νιώθω εγώ δεν είναι τούτο το δίχως αίματα κοντάρι που γράφει επάνω στην άμμο. Όταν τα χείλη υγραίνονται, τα γαλάζια γράμματα φτουράνε περισσότερη ώρα στα μάτια. Οι παλίρροιες ακούνε, γνωρίζουν δε ότι η βασιλεία τους είναι όλη κι όλη ένα φιλί, και ελπίζουν να νικήσουν την αγνότητά σου χωρίς φεγγάρι με τη δύναμη βελούδινων επιφανειών και αντικειμένων. Μι’ αχηβάδα, μια θαλάσσια λυχνία, μια κρυμμένη ψυχή θα χόρευε μόνη της, χωρίς καβαλιέρο. Μην αποκοιμηθείς στο ποτήρι, γιατί οι άρπες θα σε γκρεμίσουν στην άβυσσο. Τα μάτια των ψαριών είναι κουφά και πάλλονται αδιαφανή επάνω στην καρδιά σου. Από ψηλά με καλούν πορτοκαλόχρωμοι αρπισμοί, που σβήνουν το πράσινο των τραγουδιών. Μια γαλανή επιβεβαίωση, μια ενσαρκωμένη επιβεβαίωση, μια άλλη βιολετιά, κι έπειτα ο φλοιός του κόσμου παραιτείται από την ίδια του τη συνείδηση. Αν πλαγιάσω στη θάλασσα, όλα τα κοράλλια θα συναντηθούν στο μέτωπό μου ως δυνάμει απαντήσεις. Για τ’ ανεξιχνίαστα βάθη, το όποιο χέρι είναι ένα λευκότατο βάλσαμο. Αυτά τα στρογγυλά στόματα αναζητούν δαχτυλίδια για να βαφτούν αυτοστιγμεί, μια κι έξω. Κάτω όμως από τα νερά το πράσινο των ματιών είναι πένθος. Οι κόμες των σειρήνων φτάνουν στους αστραγάλους μου και με γαργαλάνε σαν παραμύθι. Ναι, περιμένετε, παρακαλώ, να αποσύρω τούτα τα παλιά χαρακτικά. Περιμένετε να στραγγιχτεί τ’ όνομά μου, να στειφτεί η αδιαφορία. Κι εγώ, ναι, περιμένω ένα κλικ, ένα κρακ, ένα ξύσιμο στη φτέρνα, έναν καπνό στην επιφάνεια. Το σήμα όλων των επαφών, όλων των αγγιγμάτων. Χαϊδεύω μια μελωδία: τί ωραίος, μα τί ωραίος μηρός! Αρκετά, κύριοι, φτάνει: το λουτρό δεν είναι δημόσιο πράγμα. Ο ουρανός εκπέμπει τη διαμαρτυρία του σαν εκτόπλασμα. Κλείσε τα μάτια σου, ασχήμια, και θρήνησε τα ονείδη σου. Είμαι αυτός που επινοεί τις δηλώσεις από πίσω, αυτός που κατηγορεί το υπέδαφος για τα ανοιχτά, τα εξόφθαλμά του λάθη. Εγώ, ναι, είμαι αυτός που εγνώριζε απ’ τα πριν ότι η θάλασσα θα υψωνότανε σαν επιτύμβια στήλη. Η ξηρότητα της κλοπής μου είναι τούτη η ποταπότατη άβυσσος, όπου και στριφογυρνάνε τα σκουλήκια. Τα σάπια ψάρια δεν είναι νεκρή φύση. Η κατακόρυφη θάλασσα αποκαλύπτει τον πέτρινο ορίζοντα. Ρίξε μια ματιά και θα πεισθείς για όλη την τρομώδη φρίκη σου. Απίθωσε τα μάτια σου στα χέρια σου και κατόπιν μέτρα με τα δάχτυλά σου τις σκέψεις σου. Κι αν τυχόν επιθυμείς να μάθεις τη μοίρα του ανθρώπου, ξέχνα ότι το ατσάλι δεν είναι απλό στοιχείο.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024

ΖΩΗ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΖΩΗ

 

Εκείνη η σκιά ή εκείνη η μασημένη θλίψη που περνάει πονώντας δεν κρύβει τις λέξεις, ακόμα κι αν δεν φαίνονται τα μάτια να έχουν βλαφτεί. Πονέστε με. Δεν μπορώ να σε συγχωρήσω, όχι, όσο κι αν ένα αργό βαλς σηκώνει αυτά τα κύματα λεπτής σκόνης, αυτά τα χρυσά σημεία που είναι όντως πρόσκληση στο όνειρο της κόμης, σε εκείνη τη μακρά εγκατάλειψη που τινάζει ύστερα αδύναμες φλόγες μπροστά στην πνοή των καταπονημένων γλωσσών.

 

Η θάλασσα όμως είναι μακριά.

 

Θυμάμαι ότι κάποια μέρα μια πράσινη γοργόνα στο χρώμα της Σελήνης αποκάλυψε το πληγωμένο στήθος της, χωρισμένο στα δύο σαν το στόμα της, και ήθελε να με φιλήσει επάνω στον πεθαμένον ίσκιο, στα ήρεμα νερά που με άκρα την ακολουθούσαν αφοσίωση. Το άλλο στήθος τής έλειπε. Δεν πετούσαν άβυσσοι. Όχι. Ένα ρόδο με αισθήματα, ένα σάρκινο πέταλο κρεμότανε απ’ τον λαιμό της και βούλιαζε μες στο μενεξεδί νερό, ενώ το μέτωπό της από πάνω, σκιασμένο από φτερά που επάλλονταν, φορτωνόταν αδιακόπως ύπνο, νεαρό θάνατο, ελπίδα άνευ χλόης, έτσι όπως βρισκόταν κάτω από τον χωρίς αέρα αέρα. Τα μάτια δεν πέθαναν. Θα μπορούσα να τα έχω κρατήσει εγώ σε τούτο το χέρι, ίσως για να τα ασπάζομαι, ίσως για να τα ρουφάω, ενώ ήδη γελούσα ακριβώς από τον ώμο, έχοντας κατά νουν μια γωνιά για μονομαχίες ή και κάποιο βάναυσο ψάρι που ετίναζε για να ξεφορτωθεί τον γκρεμό απ’ τη ράχη του.

 

Εκείνα τα κρύα μάτια δεν μου μουλιάζουν την αναμονή της φλόγας σου, των ωχρών και όλο λαχτάρα φολίδων. Περίμενε με. Είσαι το παρθένο κύμα του εαυτού σου, η άσκοπη ύλη που αναπνέει μέσα σε ό,τι μαύρο, ψάχνοντας το μυρμήγκιασμα που καθόλου δεν ουρλιάζει, όταν του έχουν κλέψει το μυστικό ή τα ματωμένα σωθικά του που πετάνε πιτσιλιές όλόγυρα. (Αχ, η φωνή: «Θα μείνεις τυφλός».) Αυτή η σάρκα η μοιρασμένη σε φέτες μαστιγώνει τη γενναία αγνότητα και τεμαχίζει το μέτωπο, καθώς ξεγυμνώνει την ιδέα και επιτρέπει σε τρία πουλιά την εμφάνιση ή τη μορφή τους, την απογοήτευσή τους μπροστά στον ανιδιοτελή ουρανό.

 

Κάτι άλλο;

 

Δεν είμαι εγώ εκείνος ο χλιαρός αποκεφαλισμένος που ρωτάει πάνω στη σημαδιακή στιγμή ανάμεσα σε δύο κύματα τί ώρα είναι. Δεν είμαι η απαλότατη πλαγιά όπου κυλάει ο κλειστός αέρας, περιμένοντας να καταλήξει στο πηγάδι του, όπου μπορεί να πεθάνει ιππεύοντας ένα εκεί θαμμένο ρόδο. Δεν είμαι το κόκκινο χρώμα, ούτε το ροζ, ούτε το κίτρινο που γεννιέται αργά-αρά, μέχρι που να ουρλιάξω ξαφνικά, γιατί θα έχω δει την έλλειψη ειμαρμένης, των συγκεχυμένων κραυγών το τέλος.

 

Μάλλον είμαι η απέθαντη αιώρα που σκοτώσατε προχθές.

 

Είμαι αυτό που είμαι. Το κρυμμένο μου όνομα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ

 

Ι

Είναι όλοι τους εκεί· τους βλέπεις που περνάνε.

Αχ, ναι, εκεί – και πόσο θά ’θελες να βρεθείς κι εσύ μαζί τους, να σε αναγνωρίσουν!

 

Ο μανιασμένος μες στην καρδιά σου ανεμοστρόβιλος σε τρελαίνει.

Μάζα πόνου ξέφρενη, κατάστικτη

κόντρα σε τούτους τους βουβούς και σάρκινους από μέσα τοίχους.

Και μετά, κάνοντας την ύστατη προσπάθεια, αποφασίζεις. Ναι, περνούν – συμβαίνει να περνούν.

Όλοι και όλα περνούν. Υπάρχουν παιδιά, γυναίκες. Άντρες σοβαροί. Πένθος αληθινό, βλέμματα.

Και μια μάζα μόνη, ένα μόνο ον παρελαύνει σύσσωμο.

Κι εσύ, με σφιγμένη την καρδιά, τσακισμένος από τον μοναχικό σου πόνο, με μιαν ύστατη προσπάθεια συμμετέχεις.

Ναι, επιτέλους, συναντιέσαι με όλους, βρίσκεσαι!

Εκεί γαλήνιος στο κύμα παραδίνεσαι. Ήσυχος παρασύρεσαι.

Και σπρώχνεσαι λικνιστικά, ξανοίγεσαι, έχεις πλέον μαλακώσει.

Και ακούς ένα βουητό πυκνό, υπόκωφο τραγούδι σάμπως.

Χιλιάδες υπάρχουν καρδιές και φτιάχνουν τη μία καρδιά που σε κουβαλάει.

 

 

II

Μόνο μία καρδιά σε κουβαλάει.

Παραιτήσου από τον ίδιο σου τον πόνο. Δώσε τούτη την εντολή στη σφιγμένη σου καρδιά.

Μόνο μία καρδιά σε διατρέχει, μόνο ένας παλμός ανεβαίνει στα μάτια σου,

εισβάλλει με ορμή στο σώμα σου, ανεβοκατεβάζει το στήθος σου, σε κάνει να κουνάς τα χέρια σου έτσι όπως τώρα προχωράς.

Κι αν ορθωθείς για μια στιγμή, αν για μια στιγμή υψώσεις τη φωνή σου,

καλά θα ξέρω τότε εγώ τί τραγουδάς.

Ό,τι μέσα απ’ όλα τα σχεδόν άπειρα σκοτεινά σώματα έχει γίνει ένα και λάμπει,

ό,τι μέσα από σώματα και ψυχές απελευθερώνεται ξαφνικά στην κραυγή σου

είναι η φωνή όσων σε κουβαλάνε, η φωνή η αληθινή και η υψωμένη

εκεί όπου μπορείς ν’ ακούσεις τον εαυτό σου,

εκεί όπου με έκπληξη τον εαυτό σου αναγνωρίζεις.

Μέσ’ απ’ τον λαιμό σου, απ’ όλες τις σκόρπιες καρδιές ανεβαίνει η φωνή διαυγής στον αέρα.

 

III

Και είναι για όλα τ’ αφτιά. Ναι, για κοίταξέ τα πώς σε ακούνε.

Τον εαυτό τους ακούνε τώρα. Ακούνε μια φωνή μοναδική που τους τραγουδάει.

Είναι η ίδια τού τραγουδιού η μάζα και κινούνται σαν κύμα.

Κι εσύ (βυθισμένος, σχεδόν διαλυμένος, σαν κόμπος της ύπαρξής σου όντας) τον εαυτό σου αναγνωρίζεις.

Η φωνή που τα κουβαλάει ακούγεται. Απλώνεται σαν δρόμος.

Όλα τα φυτά την πατάνε.

Την πατάνε όμορφα, τη χαράζουν με τη σάρκα τους.

Ξεδιπλώνεται, προσφέρεται, και με όλο της το βάρος η μάζα όλη τούτη παρελαύνει.

Σαν βουνό υψώνεται. Είναι το μονοπάτι όσων με βήμα στρατιωτικό περνάνε.

Ανεβαίνει ίσαμε τις καθαρές ακρώρειες. Ο ήλιος ανοίγει πάνω από τα μέτωπα.

Και στην κορυφή, δείχνοντας όλο της το μεγαλείο, όλοι ήδη τραγουδούν.

Η φωνή σου είναι αυτή που τα εκφράζει. Η φωνή σου η συλλογική και ανεβασμένη.

Και ένας ουρανός παντοδύναμος, πέρα ως πέρα υπαρκτός,

φτιάχνει τώρα με μεγαλοπρέπεια ολόκληρο τον μέσα ήχο τού ανθρώπου.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Ο ΑΝΕΜΟΣ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

Ο ΑΝΕΜΟΣ

 

Στα χέρια σου ο άνεμος πρέπει να φαίνεται,

νά ’χει ρίξει στα δάχτυλά σου άγκυρα,

να σηκώνεται και να σε πιάνει.

Φλόγα στην κόμη σου ελίσσεται

–σούρουπο–,

γύρω απ’ το κορμί μου βοστρυχώνεται

και στέκεται όρθια,

κορδέλα καμωμένη και ανταύγεια,

από χαλκό στα μάτια σου,

στα δάχτυλά μου από σάρκα,

Στον άνεμο αν δοθείς

δώσου με ό,τι έχει γίνει

άνεμος κόντρα στον άνεμο,

και πάρε με μέσα του

και χύσε με στο κορμί σου,

μπροστά μου, μπρος στα μάτια μου,

εσύ και ο άνεμος μακριά,

και νά ’σαι απλώς επαφή,

του ανέμου ανάμνηση.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

ΕΠΙΤΑΦΙΟ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΕΠΙΤΑΦΙΟ

 

Για να σβήσεις τ’ όνομά σου,

σώμα φλογερό που περιμένεις μες στο χώμα

σαν θεός τη λήθη, εγώ εδώ σε ονομάζω,

όριο ζωής, εδώ, κορμί απλό και σαφές

που κάηκε. Χωρίς τύμβο: χώμα ελεύθερο.

 

Στο πέρασμα ν’ αφήσετε το αργόσυρτο βλέμμα,

αυτό που πέτρα σκληρή θα σας το απαιτήσει,

ή αυτό που αξιώνει κάποιο δέντρο δίχως τα πουλιά του,

αγνό μέσα στη νύχτα, στη γυμνή του αφύπνιση.

 

Εδώ ποταμού ήχος ποτέ δεν ακούγεται.

Στη βαθιά γη μέσα ζει ο νεκρός

ως απόλυτο χώμα.

       Διαβαίνει, ανθρώπινος:

σε κανένα στήθος δεν θ’ αντηχήσουνε τα βήματά σας.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ / ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ

 


PIER PAOLO PASOLINI

 

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ / ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ

 

Σε μια κοινωνία, όπου απαγορεύονται τα πάντα, μπορείς να κάνεις τα πάντα· σε μια κοινωνία, όπου επιτρέπονται μερικά πράγματα, μπορείς να κάνει μόνο όσα επιτρέπονται.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

ΓΕΙΑ ΣΟΥ, ΠΑΖΟΛΙΝΙ

 


FRANCESCO DE GREGORI

 

ΓΕΙΑ ΣΟΥ, ΠΑΖΟΛΙΝΙ

 

Δεν θυμάμαι αν υπήρχε φεγγάρι

ούτε το παιδί τί χρώμα μάτια είχε

αλλά θυμάμαι τη γεύση εκείνη στο λαιμό μου

και της θάλασσας τη μυρωδιά σαν νά ’φαγα χαστούκι

Γειά σου, Παζιλίνι

Γειά σου, Παζιλίνι

 

Και υπήρχε η Ρώμη τόσο μακριά

Και υπήρχε η Ρώμη τόσο κοντά

Και υπήρχε το φως αυτό που σε φωνάζει

Σαν άλλο αστέρι πρωινό

Γειά σου, Παζιλίνι

Γειά σου, Παζιλίνι

Όλα περνάνε, τα υπόλοιπα πάνε

 

Και θέλω να ζήσω σαν το κρίνο στα χωράφια

Και όπως ζούνε τα πουλιά στα ουράνια

Και θέλω να ζω σαν τα κρίνα στα χωράφια

Και να πετάω πάνω από τα κρίνα στα χωράφια

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

A Pa’

εδώ

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

ΤΑ ΧΕΡΙΑ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΤΑ ΧΕΡΙΑ

 

Για δες το χέρι σου πόσο αργά κινείται:

διάφανο και αισθητό διασχίζεται απ’ το φως,

όμορφο, ζωηρό, σχεδόν ανθρώπινο μέσα στη νύχτα.

Με φεγγαρόφωτο, με βουλιαγμένα μάγουλα,

με ασάφεια ονείρου –

δες το, έτσι μεγαλώνει, ενώ σηκώνεις το μπράτσο σου

σε μι’ ανώφελη αναζήτηση απολεσθείσας νύχτας,

κάποιου φτερού όλο από φως που σιωπηλό διαβαίνει

και με τη σάρκα του αγγίζει εκείνον τον ερεβώδη θόλο.

 

Δεν φωσφορίζει την οδύνη σου, δεν έχει παγιδέψει

τον καυτό παλμό μιας άλλης πτήσης.

Χέρι ιπτάμενο και καταδιωκόμενο: κι άλλο χέρι, ζευγάρι.

Γλυκά, σκοτεινά, χλομά – χέρια σταυρωμένα.

 

Οι ερωτικές επαγγελίες είσαστε, τα σημάδια

που αναγγέλλονται μέσα στ’ άηχα σκοτάδια.

Ουρανός  με αστέρια αφανισμένα είσαστε, ουρανός ζεστός,

πεδίο των αθόρυβων πτήσεων που συνηθίζεις στον εαυτό σου να προσφέρεις.

 

Χέρια εραστών που πέθαναν πρόσφατα,

χέρια με ζωή που πετάνε και ψάχνονται,

και, όταν συγκρούονται και συρρικνώνονται, ανάβουν

πάνω απ’ τους ανθρώπους κάτι φεγγάρια της μιας στιγμής μονάχα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



ΑΝΤΙΟ ΣΤΟΝ ΑΜΑΔΕΟ ΒΙΘΕΝΤΕ ΓΡΑΒΙΝΟ

 


AΝΤΙΟ ΣΤΟΝ ΑΓΑΠΗΤΟ MOY ΦΙΛΟ, ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ AMADEO VICEΝTE GRAVINO

Ha fallecido mi querido amigo y poeta Amadeo Vicente Gravino.

ΤΟ ΨΥΧΟΣ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΤΟ ΨΥΧΟΣ

 

Την αξιώνει την ειλικρίνειά της η αθωότητα

(κάτω από κάποιο βουνό ένα φεγγάρι ή το αναμενόμενο) –

η αθωότητα είναι βουβή (ψάρι, περίμενε με),

εδώ σε τούτον τον τοίχο είναι τα γράμματα.

Χαϊδεύω στήθη σεντεφένια,

ένα κιβώτιο αναπνέει και όλα πονάνε·

αυτή την κρυμμένη τέφρα χαϊδεύω,

και κάτω απ’ το καρμίνι τους βογκούν τα χείλη σου.

 

Δεν δραπετεύουν οι ψυχές σαν χάρτινα φύλλα·

εκείνο το χαρτί το διπλωμένο και πάλι διπλωμένο

πονάει περισσότερο, αν χαμογελάσουν,

όποτε διαφεύγει το φως δίχως να γίνεται αντιληπτό.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΥΠΑΙΘΡΟΣ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΥΠΑΙΘΡΟΣ

 

Παλιό πρωινό. Φιλοσοφία. Νέο

βλέμμα προς τον παλιό

ουρανό.

Μαζεμένα με το χέρι μου τα νήματα

σε σημείο νέο,

ακριβές, αληθινό.

 

Ύπαιθρε, τί περιμένω εγώ εδώ;

 

Ορισμό προσδοκώ

απ’ ό,τι είναι σκορπισμένο.

Υπέρτατη δόνηση των λεπτών

νημάτων, στον άνεμο, έτσι

δεμένα όπως είναι στο μέτωπό μου –

δόνηση μες στη σιωπή ηχηρότατη.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024