ΕΥΣΤΑΘΙΑ
ΠΑΥΛΟΥ-ΚΑΤΡΑΚΗ
ΜΕ ΛΕΝΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Γραπώθηκα
την τελευταία στιγμή
από την χειρολαβή του τρένου.
Πίσω μου αφήνω τις βαλίτσες μου,
γεμάτες από αναμνήσεις και συνήθειες.
από την χειρολαβή του τρένου.
Πίσω μου αφήνω τις βαλίτσες μου,
γεμάτες από αναμνήσεις και συνήθειες.
Τίποτα
δεν κρατώ από την παλιά μου ζωή.
Φορώ παλιομοδίτικα ρούχα,
και τα μαλλιά μου έχουν μακρύνει.
Οι ρυτίδες στο πρόσωπό μου βαθιές,
σαν τα χρόνια της φυλακής.
Εφτά, σαν τις πληγές μου,
σαν τα παιδιά που έχασα,
σαν τα κρεβάτια του θαλάμου
που μέχρι χθες ήταν το σπίτι μου.
Εφτά, σαν τις αμαρτίες μου.
Ανοίγω το παράθυρο του τρένου
και ανασαίνω αέρα, ουρανό, ήλιο, θάλασσα, χώμα.
Αφήνω επιτέλους να πέσει εκείνη η μαύρη πέτρα,
που κουβαλάω πάνω μου από μικρή.
Ξέρεις, δεν σου είπα ποτέ το αληθινό μου όνομα.
Με λένε Ελευθερία.
Φορώ παλιομοδίτικα ρούχα,
και τα μαλλιά μου έχουν μακρύνει.
Οι ρυτίδες στο πρόσωπό μου βαθιές,
σαν τα χρόνια της φυλακής.
Εφτά, σαν τις πληγές μου,
σαν τα παιδιά που έχασα,
σαν τα κρεβάτια του θαλάμου
που μέχρι χθες ήταν το σπίτι μου.
Εφτά, σαν τις αμαρτίες μου.
Ανοίγω το παράθυρο του τρένου
και ανασαίνω αέρα, ουρανό, ήλιο, θάλασσα, χώμα.
Αφήνω επιτέλους να πέσει εκείνη η μαύρη πέτρα,
που κουβαλάω πάνω μου από μικρή.
Ξέρεις, δεν σου είπα ποτέ το αληθινό μου όνομα.
Με λένε Ελευθερία.
Από
το βιβλίο: Ευσταθία Παύλου-Κατράκη, «Διάφανη κιμωλία», Εκδόσεις Το ανώνυμο βιβλίο,
Αθήνα 2015, σελ. 9.