PABLO NERUDA
ΤΡΕΛΟΙ ΦΙΛΟΙ
Και αυτή ακόμα η νύχτα ξαφνικά άνοιξε,
την ανακάλυψα – ρόδο ήταν σκοτεινό
ανάμεσα σε μια κίτρινη μέρα και στην επομένη της.
Αλλά για όποιον είχε μόλις φτάσει
από τον Νότο, από τις περιφέρειες
της φύσης, με συντροφιά του φωτιά και χιονοθύελλα,
η νύχτα στην πόλη ήτανε πλοίο,
κάτι σαν αμπάρι ασυγύριστο.
Άνοιξαν πόρτες, και μέσ’ απ’ το σκοτάδι κι από τη σκιά
το φως μάς έφτυσε στα μούτρα:
γυναίκα και άντρας χόρεψαν
με παπούτσια μαύρα σαν φέρετρα που έλαμπαν,
και κολλούσαν τα κορμιά οι δυό τους
σαν θαλάσσιες βεντούζες μες στους καπνούς,
μες στο φτηνό κρασί, στις κουβέντες,
στου μεθυσμένου τα πράσινα χάχανα.
Πότε-πότε όλο και κάποια γυναίκα κατρακύλαγε
στη χλομή της άβυσσο, ένα μούτρο βρόμικο
που μάτια εμένα μού έδινε και στόμα.
Εκεί εγώ την φλεγόμενη εφηβεία μου την έβαλα να κάτσει
ανάμεσα σε κόκκινα μπουκάλια που έσκαγαν
καμιά φορά κι έχυναν τα ρουμπίνια τους
σφυρηλατώντας σπαθιά φανταστικά,
άχρηστα λόγια όλο ανόητο θράσος.
Και ιδού του τότε οι σύντροφοί μου:
Ο Ρόχας Χιμένες ξεστράτισε,
μπερδεύτηκε μέσα στη γλυκύτητά του,
ναυτίλος όντας στα χαρτιά, απαρεγκλίτως τρελός,
κι έπιασε να κάνει προπόσεις καπνού μ’ ένα φλιτζάνι
και με την περιπλανώμενη τρυφερότητά του
και με άλλο φλιτζάνι
και με την περιπλανώμενη γλυκύτητά του,
ώσπου έτσι έφτασε να πηγαίνει από τρέκλισμα σε τρέκλισμα,
σαν να τον είχε φέρει το κρασί
σε μέρος που ολοένα επήγαινε όλο και μακρύτερα!
Ω εύθραυστε, ω ευάλωτε αδερφέ, πόσα
πράγματα έμαθα δίπλα σου, και πόσα
πράγματα έχασα μες στην ακατάστατη καρδιά σου
που ήταν σαν σπασμένο κασόνι,
κι ούτε ήξερα ότι θά ’φευγες με το κομψό σου στόμα,
κι ούτε ήξερες ότι έπρεπε
κι εσύ πεθάνεις, εσύ που είχες
να δώσεις τόσα μαθήματα ακόμα στην άνοιξη!
Και μετά σαν φάντασμα
που ήταν στης γιορτής τη μέση
και κρυμμένο καλά στο σκοτάδι
έφτασε ο Χοακίν Σιφουέντες
από τις φυλακές του: ωχρή δικαιοσύνη,
όψη επιβλητική μες στη βροχή,
πλαισιωμένη απ’ των μαλλιών του τις γραμμές
στο μέτωπο του επάνω, το ανοιχτό στον πόνο.
Δεν ήξερε να γελάει ο νέος μου φίλος.
Και μες στις στάχτες της αμείλικτης νύχτας
είδα τούτο τον Ουσάρο του Θανάτου να λειώνει, να χάνεται.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου