PABLO NERUDA
ΟΙ ΧΙΛΙΑΝΙΚΕΣ ΚΟΡΔΙΓΙΕΡΕΣ
Οφείλω να πω ότι ο αέρας
στήνει δίχτυ. Και σύννεφα, χιόνι,
στις ψηλότερες κορφές των Άνδεων,
ηρεμούν σαν άπεφθα ψάρια,
ακίνητα, ανίκητα.
Περιβάλλομαι
απ’ το φρούριο
του πιο σκληρού χερσότοπου·
στους χίλιους πύργους του φυσάει
του μέλλοντος ο άνεμος,
και από κάτι ξεδοντιασμένες κορδιγιέρες
πέφτει το μεταλλικό νερό
με νήματα γρήγορης ροής
σαν νά ’χει φύγει
απ’ τον εγκαταλειμμένο ουρανό.
Όλες οι λέξεις πεθαίνουν, τα πάντα πεθαίνουν,
και είναι σιωπή και ψύχος η ύλη
του νεκρού και της σαρκοφάγου του·
στο άπλετο φως, λάμποντας, κυλάει το ποτάμι,
μακριά από την ωμότητα,
και όλο ξεμακραίνει απ’ τον απόκρημνο θάνατο
το χιόνι που το σκλήρυνε ο πόνος
και πού ’πεσε πεθαίνοντας
από τ’ άσπλαχνα ύψη
όπου κοιμότανε:
η χιονόπτωση χτες σαβανωμένη,
και σήμερα του ανέμου η ερωμένη.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου