MARTIALIS
ΑΝ, ΤΟΡΑΝΙΕ, ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΠΝΕΙΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΝΟΣ
Ἂν Τοράνιε, στενοχωριέσαι νὰ δειπνεῖς στὸ σπίτι μόνος,
κόπιασε τότε στὸ δικό μου — κι ὅ,τι βγάλει τὸ τσουκάλι.
Ὀρεκτικὰ ἂν γουστάρεις, ἐξ ἀρχῆς σοῦ λέω δὲν θὰ λείψουν
μαρούλια ἀπ᾽ τὴν Καππαδοκία, βαριούτσικα κι ἁψιὰ πρασάκια
καὶ φέτες βραστῶν ἀβγῶν μὲ γαρνιτούρα κυβάκια παλαμίδας.
Σὲ ὡραία μαύρη πιατέλα θὰ σοῦ φέρουν λαχανάκια
φρεσκοκομμένα ἀπὸ τὸν κῆπο, δροσιστικὰ καὶ καταπράσινα,
καὶ μὲ τὰ δάχτυλά σου λαδωμένα λουκάνικο γενναῖο θ᾽ ἀπολαύσεις
βουτώντας το σὲ ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι σάλτσα, καθὼς καὶ
φίνο λαρδὶ ροδοψημένο μὲ συνοδευτικό του φάβα ξανθοκίτρινη.
Μετὰ τὰ πρῶτα ἀκολουθοῦν σταφύλια ὄψιμα,
ἀχλάδια πού ᾽χουν ᾽ρθεῖ ἀπ᾽ τὴ μακρινὴ Συρία,
καθὼς καὶ κάστανα ποὺ βγάζει ἡ Νάπολη, ἡ λογία καὶ πολύξερη.
Κρασὶ δικό σου ἐσὺ θὰ φέρεις, καὶ πιές τὸ ὅλο ἄσπρο πάτο.
Ὕστερ᾽ ἀπ᾽ ὅλα τοῦτα, ἂν ὁ Βάκχος τὴν ὄρεξη σοῦ ἀνοίξει
—καταπῶς, ἄλλωστε τὸ συνηθίζεις, καὶ τὸ ξέρουν ὅλοι—,
θὰ σὲ στυλώσουνε ἐλίτσες τρία ἄλφα
τῆς φετεινῆς τῆς ἐσοδείας, καὶ ἀπὸ τὴν Πικεντία βέβαια,
ζεματιστὰ ρεβύθια καὶ λούπινα ἴσα-ἴσα χλιαρὰ λιγάκι.
Μικρὸ τὸ δεῖπνο μου καὶ μᾶλλον πενιχρό —ποιός τὸ ἀρνεῖται;—,
πλὴν ὅμως κουβέντες κίβδηλες ἐδῶ οὔτε θὰ πεῖς οὔτε θ᾽ ἀκούσεις,
καὶ στὸ ἀνάκλιντρό σου μὲ ὄψη γαλήνια θὰ ξαπλώσεις.
Ὁ οἰκοδεσπότης σου δὲν πρόκειται νὰ σοῦ διαβάσει στίχους του,
οὔτε σεισοπυγίδες ἀπ᾽ τὶς Γάδεις ἄσεμνα θὰ σοῦ κουνιοῦνται,
ἐξασκημένες ὅπως πρέπει, γιὰ νὰ σοῦ ἐξάψουν τὴ λαγνεία.
Κάποιο μικρὸ καὶ ἀνάλαφρο κομμάτι μουσικὸ
θὰ σοῦ προσφέρει ὁ αὐλὸς τοῦ μικροῦ μου Κόνδυλου.
Αὐτὰ ἔχει ὅλα κι ὅλα τὸ μενοὺ γιὰ τὸ φτωχό μου δεῖπνο.
Ἐσὺ θὰ κάτσεις πίσω ἀπ᾽ τὴν Κλαυδία.
Μπροστά μας ποιά ἄλλη θὲς ἐσὺ νὰ κάθεται;
5, 78
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου