Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

ΡΑΝΓΚΟΥΝ, 1927


 

PABLO NERUDA

 

ΡΑΝΓΚΟΥΝ, 1927

 

Στη Ρανγκούν ήταν αργά για μένα.

Τα είχαν κάνει όλα:

πόλη

του αίματος,

όνειρο και χρυσάφι.

Το ποτάμι που κατέβαινε

από την άγρια ​​ζούγκλα

στην πυρωμένη πόλη,

στους δρόμους τους λεπρούς,

όπου ένα λευκό ξενοδοχείο για λευκούς

και μια χρυσή παγόδα για χρυσούς ανθρώπους

ήταν ό,τι

γινότανε

και δεν γινότανε.

Η Ρανγκούν, γλίστρες

απ’ τις ροχάλες

του ινδοκάρυδου,

οι κοπέλες της Βιρμανίας

να σφίγγουν πάνω στο γυμνό κορμί τους

το μετάξι

σαν να συνόδευε φωτιά

με γλώσσες αμαράντινες

τον χορό, τον υπέρτατο

χορό:

τον χορό των ποδιών προς την Αγορά,

το μπαλέτο των κνημών στους δρόμους.

Το υπέροχο φως, που εγκαινίασε πάνω απ’ τα μαλλιά μου

μια σφαίρα στο ζενίθ της, μπήκε στα μάτια μου

και κύλησε στις φλέβες μου, πήγε

και στην τελευταία ακόμα γωνιά του σώματός μου

μέχρι να μου αναγνωρισθεί η κυριαρχία

μιας αγάπης άμετρης και εξορισμένης.

 

Έτσι ήταν, τη βρήκα εκεί κοντά

στα σιδερένια πλοία

δίπλα στα βρομόνερα

του Μαρταμπάν: κοίταζε

ψάχνοντας άντρα·

είχε και αυτή

χρώμα σκληρό σιδερένιο,

τα μαλλιά της ήταν σιδερένια

και ο ήλιος την εχτύπαγε

όπως κοπανάνε οι σιδεράδες τα πέταλα.

 

Η αγάπη μου ήταν που δεν την ήξερα.

 

Κάθισα δίπλα της

χωρίς να την κοιτάζω

γιατί ήμουν μόνος

και δεν γύρευα ούτε ποτάμια ούτε σούρουπα,

δεν έψαχνα να βρω βεντάλιες,

ούτε χρήματα ούτε φεγγάρια,

παρά μόνο γυναίκα, και ήθελα

γυναίκα για τα χέρια μου, για το μάτι και το γινάτι μου,

γυναίκα για τον έρωτά μου, για το κρεβάτι μου,

γυναίκα ασημένια, μαύρη, πουτάνα ή καθώς πρέπει,

σαρκοφάγα, γαλάζια, πορτοκαλένια,

δεν είχε σημασία τί,

ήθελα να την αγαπήσω και να μην την αγαπήσω,

την ήθελα για πιάτο και κουτάλι,

την ήθελα κοντά, πολύ κοντά

για να μπορώ να δαγκώνω με τα φιλιά μου τα δόντια της,

την ήθελα να μυρίζει γυναίκα ολομόναχη,

την ήθελα με φλεγόμενη λήθη.

 

Αυτή πάλι ίσως ήθελε

ή και να μην ήθελε αυτό που εγώ ήθελα,

αλλά εκεί στον Μαρταμπάν, πλάι στο σιδερένιο νερό,

όταν ήρθε η νύχτα, που εκεί βγαίνει μέσ’ απ’ το ποτάμι,

σαν απόχη γεμάτη τεράστια ψάρια,

εγώ και αυτή περπατήσαμε μαζί για να βουτήξουμε

στην πικρή ηδονή όλων των απελπισμένων.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 





 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου