Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022

ΤΙ ΤΡΕΧΕΙ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΣΕ ΘΕΛΕΙ

 


MARTIALIS

 

ΤΙ ΤΡΕΧΕΙ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΣΕ ΘΕΛΕΙ

 

Τί τρέχει καὶ κανένας δὲν σὲ θέλει γιὰ παρέα, Λιγουρίνε —

αὐτὸ ρωτᾶς νὰ μάθεις. Ἐγώ, λοιπόν, θὲ νὰ σοῦ πῶ γιατί

φευγάλα κι ἐρημιὰ τριγύρω σου δημιουργεῖται πάντα ἀπέραντη.

Τὸν λόγο ὁ νοῦς σου δὲν τὸν βάζει: ἐπειδὴ εἶσαι ποιητής!

Τὸ χούι σου τοῦτο —τὸ βίτσιο μᾶλλον— εἶναι ἐπικίνδυνο πολύ,

τόσο δὲ ποὺ οὔτε ἡ τίγρις ποὺ κλέφτες τῆς ἁρπάξαν τὰ τιγράκια,

οὔτε ἡ ὀχιὰ ποὺ ἀρμέγει τοῦ μεσημεριοῦ τὸν ἥλιο,

μὰ οὔτε κι ὁ σκορπιὸς ὁ φοβερὸς τοῦ παραβγαίνουν.

Τὰ κατορθώματα σου (σὲ ρωτάω, πές μου) ποιός θὰν τ᾽ ἄντεχε;

Στέκομαι ὄρθιος, μοῦ διαβάζεις· σὰν κάτσω, μοῦ διαβάζεις·

νὰ πάω κάπου βιάζομαι, σ᾽ ἔχω νὰ μοῦ διαβάζεις·

νὰ χέσω ἐπείγομαι, νὰ μοῦ διαβάζεις σ᾽ ἔχω·

μπὰς καὶ γλυτώσω, μπαίνω στὰ λουτρὰ, βουίζεις μὲς στ᾽ ἀφτιά μου·

πισίνα ψάχνω νά ᾽βρω, νὰ κολυμπήσω δὲν μ᾽ ἀφήνεις·

στὸ δεῖπνο ποὺ μ᾽ ἐκάλεσαν ἀργήσει ἔχω, κι ἐσὺ...

ἐσὺ μὲ σταματᾶς καὶ μὲ κρατᾶς, ἀσθμαίνοντας καθὼς πηγαίνω·

στὸ δεῖπνο φτάνω, μοῦ ᾽χεις κι ἐσὺ κουβαληθεῖ —

τῆς προσκολλήσεως· κι ἐκεῖ ποὺ πά᾽ νὰ φάω μιὰ μπουκιά,

νά ᾽σου μὲ ξεμοναχιάζεις νὰ μοῦ διαβάσεις στίχους·

κατάκοπος πέφτω ὕστερα νὰ ξεραθῶ, νὰ κλείσω μάτι δὲν μ᾽ ἀφήνεις.

Θές, λοιπόν, νὰ μάθεις τί κακό ἔχεις καὶ ὅλοι στρίβουν σὰν σὲ δοῦνε;

Δίκαιος ἄνθρωπος εἶσαι, ἔντιμος καὶ καθαρός, ναί, ναί,ναί,

μὰ σὲ ἀποφεύγουμε ὅλοι ἀπὸ φόβο μὴ μὲ τοὺς στίχους μᾶς τὰ σπάσεις πάλι.

 

3, 44

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου