MARTIALIS
ΤΙ ΤΡΕΧΕΙ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΣΕ ΘΕΛΕΙ
Τί τρέχει καὶ κανένας δὲν σὲ θέλει γιὰ παρέα, Λιγουρίνε —
αὐτὸ ρωτᾶς νὰ μάθεις. Ἐγώ, λοιπόν, θὲ νὰ σοῦ πῶ γιατί
φευγάλα κι ἐρημιὰ τριγύρω σου δημιουργεῖται πάντα ἀπέραντη.
Τὸν λόγο ὁ νοῦς σου δὲν τὸν βάζει: ἐπειδὴ εἶσαι ποιητής!
Τὸ χούι σου τοῦτο —τὸ βίτσιο μᾶλλον— εἶναι ἐπικίνδυνο πολύ,
τόσο δὲ ποὺ οὔτε ἡ τίγρις ποὺ κλέφτες τῆς ἁρπάξαν τὰ τιγράκια,
οὔτε ἡ ὀχιὰ ποὺ ἀρμέγει τοῦ μεσημεριοῦ τὸν ἥλιο,
μὰ οὔτε κι ὁ σκορπιὸς ὁ φοβερὸς τοῦ παραβγαίνουν.
Τὰ κατορθώματα σου (σὲ ρωτάω, πές μου) ποιός θὰν τ᾽ ἄντεχε;
Στέκομαι ὄρθιος, μοῦ διαβάζεις· σὰν κάτσω, μοῦ διαβάζεις·
νὰ πάω κάπου βιάζομαι, σ᾽ ἔχω νὰ μοῦ διαβάζεις·
νὰ χέσω ἐπείγομαι, νὰ μοῦ διαβάζεις σ᾽ ἔχω·
μπὰς καὶ γλυτώσω, μπαίνω στὰ λουτρὰ, βουίζεις μὲς στ᾽ ἀφτιά μου·
πισίνα ψάχνω νά ᾽βρω, νὰ κολυμπήσω δὲν μ᾽ ἀφήνεις·
στὸ δεῖπνο ποὺ μ᾽ ἐκάλεσαν ἀργήσει ἔχω, κι ἐσὺ...
ἐσὺ μὲ σταματᾶς καὶ μὲ κρατᾶς, ἀσθμαίνοντας καθὼς πηγαίνω·
στὸ δεῖπνο φτάνω, μοῦ ᾽χεις κι ἐσὺ κουβαληθεῖ —
τῆς προσκολλήσεως· κι ἐκεῖ ποὺ πά᾽ νὰ φάω μιὰ μπουκιά,
νά ᾽σου μὲ ξεμοναχιάζεις νὰ μοῦ διαβάσεις στίχους·
κατάκοπος πέφτω ὕστερα νὰ ξεραθῶ, νὰ κλείσω μάτι δὲν μ᾽ ἀφήνεις.
Θές, λοιπόν, νὰ μάθεις τί κακό ἔχεις καὶ ὅλοι στρίβουν σὰν σὲ δοῦνε;
Δίκαιος ἄνθρωπος εἶσαι, ἔντιμος καὶ καθαρός, ναί, ναί,ναί,
μὰ σὲ ἀποφεύγουμε ὅλοι ἀπὸ φόβο μὴ μὲ τοὺς στίχους μᾶς τὰ σπάσεις πάλι.
3, 44
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου