PABLO NERUDA
Η ΑΔΙΚΙΑ
Όποιος βρει ποιός είμαι εγώ, θα βρει και ποιά είσαι εσύ.
Θα βρει και το πώς, θα βρει και το πού.
Την αδικία εγώ την άγγιξα μονομιάς και ολόκληρη.
Η πείνα δεν ήταν πείνα απλώς,
μα ήταν και του ανθρώπου το μέτρο.
Το κρύο, ο άνεμος – μέτρα ήταν επίσης.
Εκατό πείνες εμέτρησε, και έπεσε ο όρθιος και υπερήφανος.
Στα εκατό κρύα εθάφτηκε ο Πέδρο.
Το φτωχόσπιτο έναν άνεμο μόνο άντεξε.
Κι έμαθα ότι το εκατοστό και το γραμμάριο,
το κουτάλι και η λεύγα μέτραγαν την απληστία,
και ότι ο ταλανισμένος άνθρωπος έπεσε ξαφνικά
σε μια τρύπα – τούτο μόνο, και τίποτ’ άλλο εγώ δεν έμαθα.
Τίποτ’ άλλο, και αυτό ήταν το κρίσιμο σημείο,
το αληθινό δώρο, η δωρεά, το φως, η ζωή:
να υποφέρουμε, δηλαδή, από κρύο και πείνα,
να μην έχουμε παπούτσια και να τρέμουμε
μπροστά στον δικαστή, μπροστά σε κάποιον άλλον,
μπροστά σ’ ένα άλλο ον με σπαθί ή με μελανοδοχείο,
και έτσι σπρώχνοντας, σκάβοντας και κόβοντας,
ράβοντας, φτιάχνοντας ψωμί, σπέρνοντας στάρι,
χτυπώντας όποιο καρφί έψαχνε για ξύλο,
μπαίνοντας στη γη σαν να μπαίνουμε σ’ έντερο μέσα
για να βγάλουμε, στα τυφλά, το κάρβουνο που κροταλίζει
και, επί πλέον, για ν’ ανεβαίνουμε ποτάμια και οροσειρές,
πάνω σε άλογα, πάνω σε καράβια,
για να ψήνουμε τούβλα, να φυσάμε γυαλιά, να πλένουμε ρούχα,
και μάλιστα με τρόπο τέτοιο, που να φαίνονταν
νά ’ναι όλα τούτα το βασίλειο το νεόκοπο,
ένα σταφύλι ολόλαμπρο,
όταν αποφάσισε ο άνθρωπος νά ’ναι ευτυχισμένος,
και δεν ήταν, όχι, δεν ήταν έτσι. Ανακάλυψα
τον νόμο της αθλιότητας,
τον θρόνο του ματοβαμμένου χρυσού,
την εκπορνευμένη ελευθερία,
την πατρίδα χωρίς καταφύγιο,
την πληγωμένη και κατάκοπη καρδιά,
και μια φήμη για νεκρούς χωρίς δάκρυα,
στεγνούς, σαν πέτρες που πέφτουνε.
Κι έπειτα έπαψα να ’μαι παιδί,
Γιατί καλά το κατάλαβα ότι στον λαό μου
και τη ζωή δεν τού την επέτρεψαν
και τον τάφο τού τον αρνήθηκαν.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου