ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΔΟΚΤΩΡ ΜΠΑΜΠΗΣ
Είχε λάβει διδακτορικό δίπλωμα τόσο στη Γλωσσολογία και στη Θεωρία της Μετάφρασης όσο και στην Ιστορία. Παρά ταύτα σύχναζε στις παραδόσεις μου στους προπτυχιακούς φοιτητές. Τον ήξερα χρόνια, και είχαμε εγκάρδια σχέση. Αλλά όσες φορές τον ρώτησα τον λόγο δεν μου τον είπε – ήτανε από τη φύση του λιγομίλητος, σχεδόν αμίλητος αυτός που ήξερε να συγκρίνει γλώσσες, να συνδυάζει την ιστορία των γλωσσών και να μεταφέρει σημεία και τέρατα από γλώσσα σε γλώσσα. Απέφευγα να τον ρωτάω από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα – ούτως ή άλλως δεν θα μου έλεγε. Και εν πάση περιπτώσει κανέναν δεν ενοχλούσε.
Εννοείται ότι ήταν «μιας κάποιας ηλικίας», τόσα διδακτορικά διπλώματα είχε άλλωστε λάβει… Τον σέβονταν και τον αγαπούσαν όλοι, αλλά στο μάθημα δεν είχε ούτε ήθελε να έχει πολλά-πολλά με κανέναν. Έμπαινε από τους πρώτους και έφευγε συνήθως τελευταίος. Καθόταν ή μπροστά-μπροστά ή πίσω-πίσω. Είχα προσπαθήσει να καταλάβω τη σχετική του προτίμηση, αλλά ματαίως. Κατάληξα να πιστεύω ότι ήταν επιλογή της στιγμής και της τύχης το πού θα καθόταν ο Δόκτωρ Μπάμπης.
Ήταν πάντα προσεχτικός στις παραδόσεις, είχε τον νου του στο μάθημα και τίποτα δεν του αποσπούσε την προσοχή απ’ αυτό. Μια φορά μού πέρασε η ιδέα ότι με ελέγχει: ήθελε, είπα μέσα μου, να διαπιστώσει ιδίοις ωσί και όμμασι πού βρίσκομαι, αν είχα αλλάξει το ρεπερτόριο των αναφορών και των παραδειγμάτων μου, αν είχα να προτείνω σύγχρονη βιβλιογραφία, αν βαριόμουν στο μάθημα… Μια φορά που ανέφερα δύο μεταφραστικά παραδείγματα από τα γκουαρανί στα ισλανδικά και στη διάλεκτο των ελληνόφωνων πληθυσμών της Κάτω Ιταλίας, στα γκρίκο, ένιωσα να τεντώνει το (όντως) σχετικά μεγάλο αφτί του για ν’ ακούσει κάτι που αγνοούσε, για να το μάθει. Κάποτε, αναφέροντας κάτι από τα πορτογαλικά της Μοζαμβίκης που το ήξερε, έδειξε συμπεριφορά σαν ανία, αλλά και σαν διαμαρτυρία: σηκώθηκε χασμώμενος επιδεικτικά από τη θέση του, έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα όρθιος και μετά ξανακάθισε. Μιαν άλλη φορά που επανέλαβα (ούτε κι εγώ ξέρω πια πόσες φορές το έχω ξανακάνει) το πώς μεταφράζεται το It’s raining cats and dogs στα ελληνικά, σηκώθηκε αργά-αργά και ήρθε από τα πίσω έδρανα κι έκατσε όρθιος δίπλα μου σαν να μου έλεγε να μη μιλάω για πράγματα πού αγνοώ, θυμίζοντάς μου, όχι και τόσο κομψά, το πασίγνωστο ακροτελεύτιο παράδειγμα του Λουδοβίκου Βιτγκενστάιν από τη Λογικοφιλοσοφική Πραγματεία του και σχεδόν κάνοντας με να νιώθω κρατύλειας τάξεως ενοχές που μετέφραζα όπως μετέφραζα την αγγλική έκφραση, χωρίς να έχω καν την παραμικρή ιδέα από γατόσκυλα. Από τις πρώτες-πρώτες μας επαφές είχα καταλάβει ότι κατά βάθος ήταν εμπειριστής, αλλά δεν το έλεγε. Εδώ δεν έλεγε άλλα και άλλα, αυτό θα έλεγε;
Είχε και άλλη μία συνήθεια. Ήταν και δεν ήταν τακτικός στις παρακολουθήσεις, υπό την έννοια ότι, αν απουσίαζε μια φορά, ήταν βέβαιο ότι θα εμφανιζόταν μετά από κάμποσο καιρό. Το πιθανότερο είναι να παρακολουθούσε σε άλλο Τμήμα παραδόσεις μαθημάτων που τον ενδιέφεραν. Άσε που μπορεί να σχεδίαζε να λάβει και τέταρτο διδακτορικό δίπλωμα. Με τον δόκτορα Μπάμπη όλα μπορούσες να τα περιμένεις. Να τον δεις ξαφνικά δόκτορα Πληροφορικής ή Μουσειολογίας!... Ή και Μουσικολογίας!
Δεν είχε εισοδήματα ο καημένος. Έτρωγε δωρεάν στο εστιατόριο του Πανεπιστημίου μας και ζούσε από την αγάπη των φοιτητών και των διδασκόντων. Τους φοιτητές τους αγαπούσε όλους ανεξαιρέτως, κορίτσια και αγόρια. Ανάμεσα στο διδακτικό προσωπικό ήταν και κάποιοι που δεν τους συμπαθούσε. Ειδικά έναν δεν τον χώνευε καθόλου – όχι αδίκως πάντως. Μια φορά, μάλιστα, του είχε κυριολεκτικώς ορμήσει να τον δαγκώσει, επειδή είχε προσβληθεί η δοκτοροσύνη του από αυτά που άκουγε να λέγονται, με αποτέλεσμα να φαρμακώνεται η σκέψη νέων παιδιών με μπούρδες. Πόσο να κρατηθεί ο κατά κανόνα μειλίχιος Δόκτωρ Μπάμπης. Από τότε που έμαθα τί έγινε, πάντα, όταν έβλεπα τον Δόκτορα Μπάμπη, έλεγα σχεδόν φωναχτά: Γιατί δεν τον δάγκωσες, ωρέ Μπάμπη;
Ο Δόκτωρ Μπάμπης, έτσι, άνευ επωνύμου και εγκρατέστατος υψηλής παιδείας, έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο πριν από λίγο καιρό. Τελευταία φορά που τον είδα, ήταν λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του. Κοιταχτήκαμε και μου έκλεισε μάλιστα το μάτι λίγο περιπαιχτικά, και ήταν σαν να μου έλεγε: Μπα, ξεκουνήθηκες νά ‘ρθεις; Ήταν σε μια φοιτητική διαδήλωση που γινόταν και που ο Δόκτωρ Μπάμπης ηγείτο της πορείας. Παρά τα χρόνια του ήταν κοτσονάτος-κοτσονάτος, είχε κατανοήσει τα δίκαια αιτήματα των διαδηλωτών και τα συμμεριζόταν απόλυτα. Είχε κουβαλήσει στην πορεία και μερικά άλλα αδέσποτα σκυλιά. Είμαι βέβαιος ότι τα είχε ενημερώσει και ότι τους είχε εξηγήσει ότι το δίκιο του αγώνα των φοιτητών αφορούσε τους πάντες, όχι μόνο τα δίποδα, αλλά και τα τετράποδα υποκείμενα της Ιστορίας. Τί δόκτωρ Ιστορίας ήτανε, άλλωστε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου