MAX JACOB
ΝΑ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ
Ἤτανε κι αὐτὸς ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ σκέφτονται μὲ τὸ πίσω μέρος τοῦ κεφαλιοῦ τους καὶ ἔμενε στὴ δεύτερη μεσαυλὴ κάποιου σπιτιοῦ, ποὺ δὲν διέθετε καὶ τρίτη, σ᾽ ἕνα ἰσόγειο δίχως ἄλλο πάτωμα ἀπὸ πάνω του. Ὁ ἰδιοκτήτης, προτοῦ ἀποφασίσει τὴ δωρεὰν ἐνοικίαση ὅλης τῆς σειρᾶς κατὰ μῆκος, θέλησε νὰ ἀπολαύσει τὴν κατάσταση: ἐπῆγε στὴν πίσω μεσαυλή. Ἡ περιέργειά του ἄλλαξε κι ἔγινε μίσος. Τὴ μυστηριώδη παστάδα μὲ τὶς πράσινες κουρτίνες ὁλόγυρα τὴ θεώρησε φωλιὰ ψύλλων, ἀλλὰ καὶ μιὰ καρικατούρα ἢ ἀφίσα ἐκεῖ μεγαλειῶδες ἐλλειπτικὸ σχέδιο.
Τὸ μίσος του μετατράπηκε σὲ ὀργἠ, ὅταν συνάντησε τὸν ἥρωά μας στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ δρόμου. Τὸν εἶχε πάρει ξοπίσω, καταπόδι, ὣς τὸ σπίτι μιᾶς νεαρᾶς ἀσθενοῦς ποὺ τὴν ἐφρόντιζε μιὰ γριὰ μὲ ἄσπρο φιλὲ στὰ μαλλιά, τὰ μάτια τῆς ὁποίας εἶχαν τὸ μπριλάντι τοῦ φόβου. Τοῦτος ὁ σκληρὸς σὰν χαλικόστρωση χρηματιστὴς τὸν προσφώνησε «Κύριε Ἀκροβυστία», ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀσπαζόταν τὴν ἑβραϊκὴ ὁμολογία. Ἄ! τί ἀπαίσια ζωὴ ξεκίνησε ἀπὸ τότε! Μιὰ νύχτα τὸν ἐξύπνησαν τέσσερα χυδαῖα καὶ σκοτεινὰ πρόσωπα, ποὺ ἰσχυρίζονταν ὅτι εἶναι ἐκμισθωτὲς τῆς κάμαράς του καὶ ἤθελαν νὰ τὸν πετάξουν ἔξω. Κάτι ἄλλες φορὲς τοῦ σκάρωναν σκιαξίματα καὶ τρομάρες. Ὁπότε τοῦ ἐγύρισε κι αὐτουνοῦ ὁ νοῦς, τρελάθηκε καὶ ἄδραξε ἕνα περίστροφο. Ὁ ίδιοκτήτης ἔμενε σ᾽ ἕνα περίπτερο, ὅπου ἡ θυγατέρα του καλοῦσε τὶς φίλες της, ποὺ ἦσαν ὅλες μουσικοί. Μιὰ Κυριακὴ ἔβαλε μιὰ σκάλα στὸν τοῖχο μὲ τὶς τριανταφυλλιὲς θέλοντας νὰ σκοτώσει τὸν ἐχθρό του. Μὰ στὸ τέλος βρέθηκε νὰ κυλιέται αὐτὸς στὸν κῆπο μὲ μιὰ τρύπα ἀπὸ μπροστά στὸ κεφάλι του.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου