FRANCISCO VALLE
ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ
Φλέγεται
ο ποιητής στον ξερό παλμό των φλεβών του.
Στην απεραντοσύνη της νύχτας
η ψυχή του κάνει φρέσκο θόρυβο υδάτων που χωρίστηκαν
με του γονάτου το κόκαλο.
Των βιολετών ο εκνευρισμός, τίποτα
δεν τρίζει στων μανικετόκουμπων τα καφετιά κλαδιά
με μάτια περίτρομα, τονισμένο όπως είναι
με του σπαθιού τη λάμα,
τετράλευκο και φευγαλέο, η δε μπάκα
τσακίζεται και ψελλίζει τη ζωή που την αρνείται.
Φλέγεται
ο ποιητής στον πύρινο στύλο·
με το μάγουλό του λεηλατημένο από κόπρανα αγκυροβολεί
επίτηδες θυμωμένος-μανιασμένος για ν’ ανακατώνει
στον πέτρινο ζωδιακό κύκλο, με ξελαρυγγιάσματα
κλοτσάει την πόρτα και κοιτάζει το καλαμποκοχώραφο
σαν μπουρμπουλήθρες νεκρών γλωσσών κάτω
από την ολονύκτια μπόρα.
Μια κουκουβάγια στο μέτωπό του κρώζει, τους δήμιους
θυμίζοντας, και περιμένει —αχάτης πράσινος— την καταδίκη.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου