PIERRE REVERDY
ΚΑΙ ΠΑΛΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ
Δὲν θέλω πιὰ νὰ φύγω γιὰ τοῦτα τὰ μεγάλα δάση τῆς ἑσπέρας
Τῶν κοντινότερων ἴσκιων τὰ παγωμένα χέρια νὰ σφίξω
Δὲν θέλω πιὰ νὰ παρατήσω τοὺς τρόπους τούτους τῆς ἀπελπισίας
Οὔτε τοὺς μεγάλους γύρους νὰ κερδίσω ποὺ μὲ προσμένουν στὸ πέλαγο
Κι ὡστόσο πρὸς αὐτὲς τὶς ἄμορφες ὄψεις πορεύομαι
Πρὸς αὐτὲς τὶς κινούμενες γραμμὲς ποὺ μὲ φυλακίζουνε πάντα
Αὐτὲς τὶς γραμμὲς ποὺ ἔρχονται τὰ μάτια καὶ τὶς χαράζουν στὸ ἀβέβαιο μέσα
Αὐτὰ τὰ συγκεχυμένα τοπία αὐτὲς τὶς μυστηριώδεις ἡμέρες
Κάτω ἀπὸ τὸ κάλυμμα τοῦ ζαλισμένου χρόνου ὅποτε περνάει ὁ ἔρωτας
Ἔρωτας χωρὶς ἀντικείμενο ποὺ καίει νύχτα μέρα
Καὶ ποὺ γιὰ λάμπα του ἔχει τὸ ἐντελῶς ἀποκαμωμένο μου στῆθος
Γιὰ νὰ συγκρατήσει τοὺς στεναγμοὺς ποὺ πεθαίνουνε στὸ γύρισμά τους
Τὰ γαλάζια πέρατα τὶς θερμὲς τὶς χῶρες τὴν κάτασπρη ἄμμο
Τὴν ἀμμουδιὰ ὅπου κυλάει τὸ χρυσάφι καὶ ὅπου φυτρώνει ἡ νωθρότητα
Τὸν χλιαρὸ μόλο ὅπου εἶναι καὶ λαγοκοιμᾶται ὁ ναυτικὸς
Τὸ δολερὸ νερὸ ποὺ ζυγώνει νὰ κολακεύσει τὸν σκληρότατο βράχο
Κάτω ἀπὸ τὸν ἀδηφάγο ἥλιο ἐκεῖ ποὺ βόσκει ἡ χλόη
Τὴ βαριὰ σκέψη νὰ μισοκλείνει νωθρὰ τὰ μάτια της
Τὶς ἀνάλαφρες ἀναμνήσεις νὰ σγουραίνουν στὸ μέτωπο
Τὴν ἀξύπνητη ἀνάπαυση σ᾽ ἕνα κρεβάτι βαθύτατο
Τὴν πλαγιὰ τῶν προσπαθειῶν ποὺ ἀναβλήθηκαν γι᾽ αὔριο
Τὸ χαμόγελο τ᾽ οὐρανοῦ ποὺ γλιστράει στὸ χέρι
Καὶ κυρίως τὴ θλίψη αὐτῆς ἐδῶ τῆς μοναξιᾶς
Ὦ καρδιὰ κλειστὴ ὦ καρδιὰ βαριὰ ὦ καρδιὰ βαθιὰ καὶ μύχια
Ποτὲ τὸν πόνο ἐσὺ ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ τόνε συνηθίσεις.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου