PIERRE REVERDY
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΞΕΤΕΛΕΜΕΝΟΣ
Τὸ βράδυ — τὸ βράδυ περιάγει μέσα στὴ βροχὴ καὶ στοὺς νυχτερινοὺς κινδύνους τὴν ἄμορφη σκιά του καὶ ὅ,τι τὸν πικραίνει.
Στὸ πρῶτο συναπάντημα τρέμει — καὶ ποὺ νὰ καταφύγει γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴν ἀπελπισία;
Ὁλόκληρο πλῆθος περιπλανιέται στὸν ἄνεμο ποὺ βασανίζει τὰ κλαδιά, ὁ δὲ Κύριος τῶν οὐρανῶν τὸν παρακολουθεῖ μὲ μάτι τρομερό.
Κάποια ἐπιγραφὴ τρίζει τὰ δόντια της — ὁ φόβος. Καὶ κάποια πόρτα σαλεύει, ἐνῶ τὸ παντζούρι ἀπὸ πάνω χτυπιέται στὸν τοῖχο· τρέχει, τρέχει καὶ τὰ φτερὰ ποὺ κουβαλάγανε τὸν μαῦρο ἄγγελο τὸν ἐγκαταλείπουν.
Κι ἔπειτα, στοὺς ἀτέλειωτους διαδρόμους, στὰ παντέρημα χωράφια τῆς νύχτας, στὰ σκοτεινὰ σύνορα ὅπου πάει καὶ σκουντουφλάει τὸ πνεῦμα, οἱ ἀπρόβλεπτες φωνὲς τρυποῦν τὰ στεγανά, οἱ κακοχτισμένες ἰδέες παραπατᾶνε, κλονίζονται, τοῦ θανάτου οἱ καμπάνες χτυποῦν ἀπατηλά.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου