ANTONIO GAMERO
ΣΑΝ ΨΑΛΜΟΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ
Ι
Εξοστρακίζονται τα λόγια μου
Στις σκοτεινές πέτρες της μνήμης
Και τα δάκρυα μου κυλάνε μουδιασμένα
Σάμπως νά ’ναι ξεφτισμένα νήματα.
Δεν υπάρχει ονειροπόλος να ονειρεύεται της νύχτας μου τα όνειρα:
Έχει σβηστεί η φωνή, είναι νεκρή της ψυχής η κραυγή·
Και μια βουβή καταδίωξη φαντασμάτων και ίσκιων
Λαβώνει σαν θέαμα μπουρλέσκο το ψυχρό μελανιασμένο δέρμα μου.
Σε προσκαλώ να γυρίσεις και, με τεντωμένα τα χέρια,
Ρωτάω όσους φτάνουν: Σήμερα θα έρθει ή αύριο;
Ρωτώ και με το καθαρό νερό που βρέξανε τα ρόδα
Το τελευταίο πλένω ρούχο που εφόρεσε η ελπίδα μου.
II
Έρχεσαι τα μεσάνυχτα —τα μεσάνυχτα έχουν δρόμο ακόμα—
Φέρνεις μια ψυχή γεμάτη ορφάνια και φόβο:
Τα μάτια σου αυτοκτονούν στην αγωνία του χρόνου
Και το ψύχος σταματάει για να δει τί υπάρχει στα χέρια σου.
Γιατί να θυμάσαι; Γιατί να θυμόμαστε;
Όλοι έχουμε περάσει κάποτε από κατευθύνσεις αόριστες
Αναζητώντας τη χαρά, το φως, και επιστρέφουμε
Καταπατώντας μονοπάτια, γκρεμίζοντας τοίχους.
Γιατί να θυμόμαστε;
Ο ήλιος που λάμπει ξέρει ότι είμαστε ακόμα
Δυό σπίθες με ζήλο παράφορο
Για ν’ ανάψουν τη ζωή.
Γιατί να θυμόμαστε, αν τάχα λένε οι καμπάνες
Χαρούμενες τον ερχομό σου;
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου