CÉSAR MORO
ΔΙΑΦΟΡΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ ΣΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΓΛΕΙΦΟΥΝ ΤΟ ΤΡΑΧΥ ΚΑΒΟΥΚΙ ΤΗΣ ΙΠΠΙΚΗΣ ΧΕΛΩΝΑΣ
Στην Αλίκη Ραόν και στη Βαλεντίνη Πενρόζ
Στην εξαφάνιση των Μαλγασίων
στην εξαφάνιση των μανταρινιών από φρέσκο μεταλλικό ύφασμα
στην κατασκευή πρoτύπων εκτροφείων για ελεφαντόκοτες
στην αναγέννηση της υποψίας για ανοιχτή δημοσιογραφική στήλη το μεσημέρι
στο τηλεφωνικό νερό με καλώδια από πορτοκάλια και καβάλους
στην κωφή και τυφλή κυψελίδα με καλάθια φρούτων και χοντρές εγκύους πυραμίδες σαν καρφίτσες μαυροκέφαλες
στον ταχύτατο ίσκιο κάποιου αλλοτινού γερακιού χαμένου στις ψυχρές πτυχές κάτω από έναν ήλιο χλωμό όλο σαλαμάνδρες από κάποια επιτάφια ταπισερί
στην πιο ερμητική γωνιά μιας αγωνιώδους επιφάνειας σαν την όψη της σελήνης
στον αφρό της οργής του ήλιου που βασιλεύει στο μαύρο φιλί της υστερίας
στη γλώσσα της αυγής των ηλιθίων ή στην άψογη πτήση ενός στρειδιού που μετακομίζει από τα χειμερινά του ανάκτορα στα θερινά
ανάμεσα σε στρώματα από νυμφομανικά φύκια και κοράλλια με πρώιμη άνοια και ψάρια ελεύθερα σαν τον επίμονο άνεμο που χτυπάει τη νυκταλωπική μου κεφαλή
στο λυκόφως για οικογένειες αποσυρμένες στο αχούρι ή στο χοιροστάσιο ή σε δαιμονισμένες όρνιθες
σε ένα μάτι στρουθοκαμήλου από ματωμένο κουρέλι στεφανωμένο με καπνό από τις κόμες βασιλικών μουμιών και εξατμισμένων βρεφοκτονιών
στο προσβλητικό χαμόγελο μιας ξεκοιλιασμένης σαύρας στον ήλιο
στις δώδεκα το μεσημέρι
κάτω από ’να δέντρο
πάνω σε μια στέγη
στο σκοτάδι
στο κρεβάτι
χίλια πόδια κάτω από τη θάλασσα
στο μαξιλάρι το κάθυγρο από τη βροχή στο γυμνωμένο δάσος
σαν φάντασμα σκύλου που ανήκει σε βίαιο και αλμυρό δυναστικό οίκο
σαν ανάσα ελέφαντα σε τοίχο από φίνα πέτρα
στην προοδευτική και πάμφωτη εξαθλίωση ενός τίγρη που γίνεται ημιδιάφανος πάνω στο κορμί γυναίκας γυμνής
γυναίκας γυμνής μέχρι τη μέση
είναι ένας άντρας γυμνός και ένα αγόρι γυμνό και πλήθος βότσαλα γυμνά στης νυχτός το ψύχος
μια ταράτσα ηλιόλουστη
κάτι υπολείμματα πουλιών από κοτέτσι σ’ ένα μπάνιο με τη μπανιέρα του σπασμένη από κεραυνό
ένα άλογο ξαπλωμένο σε βωμό από όνυχα με κρούστα ανθρώπινου δέρματος
μια φλεγόμενη γυμνή κόμη τη νύχτα το μεσημέρι στον τόπο όπου εγώ μονίμως φτύνω και ανελλιπώς όποτε κοντοζυγώνει ο Άγγελος
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου