ALFONSO QUIJADA URÍAS
ΑΠ’ ΕΞΩ
Απ’ έξω ο ποταμός παρασέρνει του χρόνου τα ρεύματα:
φύλλα, άνθη, ψόφια ζώα.
Στο βουητό του εγώ ξυπνάω. Ακούω από μακριά τις κραυγές των ανθρώπων,
αυτούς που συζητούν για θέματα οικονομικά· αυτούς που πάνε
απ’ τον ένα διάδρομο στον άλλον
σχολιάζοντας τη μεγάλη εκείνη μέρα που ποτέ δεν ήρθε.
Δεν είμαι εγώ αυτός που επιστρέφει, αλλά ο άλλος,
αυτός που καθόταν στο καφέ κάτω από ’να δέντρο σκεπτόμενος τα έθνη των ανθρώπων,
ενώ τα χέρια του εσκόρπιζαν πάνω στο τραπέζι ψίχουλα
για νά ’χουν διάκοσμο οι μύγες που ήταν κολλημένες στο τζάμι
και όπου ο χρόνος αντανακλούσε την κρίση του. Είδηση εξόχως εκφοβιστική.
Έγκλημα που κανείς δεν ξεδιάλυνε.
Απ’ έξω ο ποταμός –δεν έχει σημασία τ’ όνομά του– συνεχίζει την μανιασμένη του πορεία.
Κάθε πατρίδα είναι η πατρίδα σου. Περνούν άνθρωποι, ποτάμι ολόκληρο προσώπων.
Τί κάνεις την ώρα αυτή, καθισμένος και συγκινημένος σε τούτο εκεί το παλιογέφυρο
μεσημεριάτικα;
Ακούς φωνές αρχαίες να σου λένε στ’ αφτί: γύρνα πίσω.
Όπου κι αν πας το ίδιο είναι.
Αλλά δεν θα είμαι εγώ εκείνος που θα επιστρέψει – θα είναι ο άλλος.
Απ’ έξω τρέχει το ποτάμι, το ίδιο ποτάμι, το όνομά του αλλάζει, διαφέρει.
Όντα που δεν γνωρίζω με χαιρετούν, ενώ συλλογίζομαι τον ουράνιο θόλο
και προσπαθώ να σφετερισθώ τον χώρο σου: της μνήμης το σώμα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου