PIERRE REVERDY
Η ΑΝΕΓΓΙΧΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Περπατοῦσε στὴ μέση τ᾽ οὐρανοῦ μὲ τὰ μάτια του χαμηλὰ καὶ οἱ λοιποὶ διαβάτες τὸν ἐκοίταγαν. Κάτι λίγοι πιὸ κάτω, βγαλμένοι στὰ παράθυρα — τὰ κεφάλια τους κρέμονταν ἔξω. Ὅσα λευκὰ σχήματα εἶχε ἀφήσει ἡ σελήνη, ἀπὸ τὴν περασμένη νύχτα, ζωήρεψαν. Τὸ πλῆθος ἐφώναζε — τουλάχιστον ὅλοι ὅσοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Φέρανε τὴ μέρα κομμάτια σὲ ὅλους τοὺς δρόμους τῆς πόλης. Καὶ τὰ μαλλιὰ τοῦ ἀνέμου ἀνακατεμένα μὲ τὴ ροὴ τοῦ κόσμου καὶ τῶν αὐτοκινήτων καταβαραθρώνονταν ἀνάμεσα στοὺς τοίχους καὶ δένονταν κόμπο. Ὁ κόσμος ὅλος ἔτρεχε δίχως νὰ ξέρει κατὰ ποῦ. Τὰ λιθόστρωτα τραβοῦσαν τὰ βλέμματα. Τὸ χῶμα. Ἡ μέρα ἔμπαινε καμιὰ φορὰ χωρὶς μετὰ νὰ ξαναβγαίνει. Ἡ κίνηση ἁπλωνόταν ἴσαμε τὶς τάφρους ποὺ ἔζωναν τὰ τελευταῖα σπίτια, καὶ πιὸ πέρα ἀπὸ κεῖ ξανάβρισκες ἔδαφος ἴσιο. Τὴ γαλήνη. Ἴσκιους ἀσάλευτους. Ὁ δὲ ἥλιος ξανάπιανε παντοῦ τὴ θέση του, χωρὶς νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν ἀγγίξει, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ τὸν πάρει, ἂν τυχὸν τὸ εἶχε μεγάλο καημὸ καὶ πόθο.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου