Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2022

Η ΦΥΓΗ ΤΩΝ ΚΥΚΝΩΝ

 


AUGUSTO WINTER

 

Η ΦΥΓΗ ΤΩΝ ΚΥΚΝΩΝ

 

Στῶν μυστηρίων πιὰ τὴ λίμνη βασιλεύει μι᾽ ἄκρα θλίψη:

οἱ κύκνοι μὲ τοὺς μαύρους τοὺς λαιμούς, τοὺς βελουδένιους τρόπους

καὶ τ᾽ ἄσπρα κι ὁλομέταξα φτερὰ ἔχουν τώρα ἐγκαταλείψει

τὸν τόπο τοῦτο τῶν ἀφρῶν, γιατὶ φοβοῦνταν τοὺς ἀνθρώπους.

 

Δὲν πάει καιρὸς ποὺ τὰ κοπάδια τους χαρούμενες νιφάδες

ἐμοιάζανε χιονιοῦ: τί τρυφερὰ λικνίζονταν, σὰν χιόνια,

στὶς ράχες τῶν κυμάτων, πάλλευκες, πανέμορφες βαρκάδες

γλυκῶν ὀνείρων ποὺ θυμίζουνε τὰ πιὸ καλά μας χρόνια!

 

Τῆς λίμνης καθαρὴ καὶ χαρωπὴ ἦταν νότα ποὺ σοῦ μένει·

ζωή, ψυχαγωγία ἐσκόρπαγαν μὲ πνεῦμα πάντα φίλο:

τὴ μιὰ μιὰ ὁμάδα τους θὲ νά ᾽βλεπες στὴν ὄχθη κουρνιασμένη,

τὴν ἄλλη πάλι ἐκεῖ, σὲ μιὰ γωνιά, ἕνα ζεῦγος ἐρωτύλο.

 

Στὴ λίμνη πόσο ὡραῖα ἤτανε, ὅταν ὅλοι παίζανε μὲ χάρη

χτυπώντας τὰ φτερά τους, μὲ τὸν ἥλιο ἐπάνω νὰ φλογίζει!

Καὶ τί ὄμορφα ποὺ ἦταν, ὅταν ἔχυνε τὸ διάφανο φεγγάρι

μαλάματα ἁπαλά, τοὺς κύκνους νὰ γλυκονανουρίζει!

 

Τὴ λίμνη ἀγάπαγαν πολύ, κι ἐκεῖ σὰν τοὺς ἀφέντες ζοῦσαν

οἱ κύκνοι οἱ εὐγενεῖς, μὲ τὰ βασιλικὰ φτερά· πλὴν ὅμως

σὰν ἔνιωσαν πὼς κυνηγοὶ ἀμείλικτα τοὺς κυνηγοῦσαν,

νὰ φύγουν εἶπαν καὶ νὰ πᾶνε ἐκεῖ ποὺ θὰν τοὺς βγάλει ὁ δρόμος.

 

Σιγὰ-σιγὰ ἔγινε καὶ ξεριζώθηκαν ἀπὸ τὰ μέρη

τῆς λίμνης Βούδι, λίμνης ποὺ μὲ τὶς μορφές τους τὴ στολίζαν·

νὰ βροῦνε πῆγαν ἄγριες λίμνες, μοναχές τους, καί —ποιός ξέρει;—

φωλιὲς νὰ στήσουν νέες, ὅπου πιὰ ἀσφαλεῖς θὰ σεργιανίζαν.

 

Ἀποξαρχῆς τότε ἔγινε ἡ δική τους μοίρα (μοίρα μαύρη)

διωγμοῦ ἀντικείμενο, τοὺς σκότωναν μὲ λύσσα καὶ κακία:

στῆς λίμνης τὰ πουλιὰ μαζεύονταν τὶς ἄκρες· τί θὰν τά ᾽βρει

δὲν ξέραν, κι ἔφευγαν ἀπὸ τῶν κυνηγῶν τὴν παρουσία.

 

Κατάκοποι, στὸ τέλος, οἱ καημένοι οἱ κύκνοι ἀπ᾽τὴ φυγή τους

συνάχτηκαν κάποιο θλιμμένο φθινοπωρινὸ βραδάκι

σ᾽ ἕναν ὀρμίσκο, γιὰ νὰ κοιμηθοῦν, νὰ σβήσει ἡ κούρασή τους,

τὰ βοῦρλα ἀκούγοντας νὰν τοὺς χαρίζουν ἕνα τραγουδάκι.

 

Κι ἐκεῖ συμφώνησαν ὅτι ἦταν φρόνιμο φτερὰ ν᾽ ἀνοίξουν

πρὸς μέρη ἄγνωστα στὸν εἰσβολέα· ἴσως ἔπρεπε νὰ πᾶνε

πολὺ μακριά, κάτω ἀπὸ ξένον οὐρανὸ νὰ καταλήξουν,

σὲ λίμνες ἄλλες γιὰ νὰ ζήσουν, ποὺ καλύτερα θὲ νά ᾽ναι.

 

Καὶ τὰ κοπάδια βόγκηξαν στὸν πόνο τοῦ πικροῦ φευγιοῦ τους:

πόσοι ἔρωτες καὶ πόσες θύμησες θὰ μένανε στὴν ἄκρη!

Δονήθηκε ὁ ἀέρας ἀπ᾽ τὸ φτεροκόπημα κι ἀπ᾽ τὰ φρού-φρού τους

τὰ σατινένια, κι ἔτρεξε τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τὸ δάκρυ.

 

Στῶν μυστικῶν τὴ λίμνη τώρα βασιλεύει μι᾽ ἄκρα θλίψη:

δὲν βγήκανε νὰ παίξουν στὰ νερὰ οὔτε νὰ ἐρωτοτροπήσουν

οἱ κύκνοι σήμερα, οἱ εὐγενεῖς, οἱ πάλλευκοι. Καὶ πιὰ ἔχουν λείψει

οἱ νότες οἱ φαιδρές, τὰ ἐρημικὰ νερὰ νὰ κατοικήσουν.

 

Κι ἂν κάτι κύκνοι ἀπ᾽ τοὺς φευγάτους νοσταλγήσουν κατὰ τύχη

κεῖ πίσω νὰ γυρίσουν, νὰ χαροῦνε καὶ νὰ ξαναζήσουν

τῆς λίμνης τὰ καλά, μὲ τὰ ἤρεμα νερά της, θὰν τοὺς τύχει

θλιμμένη νὰ τὴ βροῦν — θὰ φύγουν καὶ δὲν θὰ ξαναγυρίσουν.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου