Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022

ΜΙΑ ΛΕΛΟΓΙΣΜΕΝΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ ΣΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΕΙΚΟΣΙ ΕΤΗ

 


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

ΜΙΑ ΛΕΛΟΓΙΣΜΕΝΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ ΣΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΕΙΚΟΣΙ ΕΤΗ

Γενικώς η χρήση φθείρει ό,τι χρησιμοποιείται. Ας φανταστούμε ρούχα που τα φοράμε συχνά και αντικείμενα που βρίσκονται συνεχώς στα χέρια μας. Φθείρονται, χαλάνε. Στον κανόνα αυτόν δεν αποτελούν εξαίρεση ο λόγος και οι λέξεις. Κατ’ αρχήν η φθορά δεν έχει πρόσημο – η φθορά απλώς υπάρχει και συνιστά αλλαγή καταστάσεως. Πολυχρησιμοποιημένη, άρα και φθαρμένη λέξη είναι η λέξη πολιτισμός, ως προς δε την τρέχουσα σημασία της η φθορά της συνοδεύεται και από μια σημασιακή στρέβλωση: μιλάμε για πολιτισμό και εννοούμε πάντα κάτι «καλό», κάτι «θετικό», κάτι «υπέροχο». Αλλά αν το αντίθετο του «πολιτισμένου» είναι ο «απολίτιστος», ερωτάται τότε ποιο είναι το αντίθετο του «πολιτισμού» – λέξη με την ίδια ρίζα. Ναι, η βαρβαρότητα! Αλλά δεν έχει την ίδια ρίζα...

Για να μη μακρολογούμε, θα πούμε ότι την έννοια του πολιτισμού τη συγκροτεί οτιδήποτε υπάρχει γύρω μας, οτιδήποτε μας περιβάλλει. Ο πολιτισμός υπάρχει και διαμορφώνεται, είναι μια δυναμική διαδικασία. Περιεχόμενο, αλλά και διαμορφωτές του πολιτισμού είναι οι άνθρωποι και τα έργα τους. Η δε διαμόρφωση είναι αέναη, καθώς καθορίζεται από την ανθρώπινη δράση, από κάτι δηλαδή ακατάπαυστο. Τα –εκ των υστέρων πάντα– θετικώς,. αλλά και τα αρνητικώς αξιολογούμενα πολιτιστικά επισυμβαίνοντα και φαινόμενα δίνουν το εκάστοτε στίγμα της ιδιοσυγκρασίας τοπικών, περιφερειακών, κεντρικών και εθνικών κοινωνιών, ακριβώς επειδή ο πολιτισμός υπάρχει μόνο σε πλαίσιο πολιτικής κοινωνίας. Το φανερώνει άλλωστε η ετυμολογία του ίδιου του όρου που είναι μετάφραση της γαλλικής λέξης civilisation. Σημειωτέον ότι ο μεταφραστής του όρου δεν ήταν ο οποιοσδήποτε, αλλά ο περιώνυμος Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος, όμως, εμφορούμενος από αυτό που λέγεται «έρωτας καλού», είδε μονόπλευρα τη σημασία της: ως εμπέδωση προϊόντων των γραμμάτων, της τέχνης, της φιλοσοφίας και των επιστημών μέσα σε ένα ευγενές πλαίσιο διακριτικότητας και δημιουργίας.

Μα άδικο έχει; – νιώθω να ακούω την ένσταση. Όχι! – θα απαντήσω. Κατ’ αρχήν και αξιωματικώς δεν έχει άδικο, αλλά από αυτή τη θετικότροπη θεώρηση των πραγμάτων αρχίζει (επιτρέψτε μου να το πω έτσι) μια κατηφοριά, που ως επί το πλείστον αποδεικνύεται επικίνδυνη. Γιατί συνήθως λησμονούμε την ετυμολογική ρίζα της λέξης πολιτισμός που έχει να κάνει με τους πολίτες και τις πόλεις τους – λησμονούμε, με άλλα λόγια, την πολιτική ουσία του όρου. Χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες, θα φτάσω στο τέλος της κατηφοριάς, που δεν είναι άλλο από το είδος των πολιτιστικών φαινομένων που διαθέτουν επίφαση (αλλιώς μπογιά) θετικότητας, αλλά κατ’ ουσίαν είναι αρνητικά: την επίφασή τους (αυτή τη μπογιά) τούς την προσπορίζει μια στρεβλή περί παραδόσεως αντίληψη, αντίληψη δήθεν «λαογραφική».

Η παράδοση είναι αρά – είναι, δηλαδή, ευχή και κατάρα. Είναι ευχή όταν σου δίνει ορμή και σε σπρώχνει προς τη δημιουργία, προς νέες επικράτειες της δυναμικής εκφραστικότητας, και είναι κατάρα, όταν σε πείθει ότι η επ’ άπειρον επανάληψη πολλαπλώς κατορθωμένων επιλογών είναι το αληθές πολιτιστικό desideratum. Τίποτα πιο ψεύτικο από αυτό δεν υπάρχει. Διότι είναι σαν να σου λέει ότι οι ρεπροντυξιόν,... οι όποιες αναπαραγωγές διασήμων πινάκων είναι τέχνη αληθινή,... ότι η μιμητική, η φωτοτυπική αντιγραφή ενός έργου λόγου είναι αυτή καθαυτή η δικαίωση του έργου. Η παράδοση δεν είναι επιστροφή στις ρίζες: η επιστροφή στις ρίζες συνιστά πολιτιστική υποχώρηση, το δε παράγγελμά της είναι το απαραλλοίωτο αναμάσημα των ήδη υφισταμένων μορφών. Το «επιστροφή στις ρίζες» ακούγεται μεν σωτήριο, καθώς περιέχει μιαν απόγευση από επιστροφή σε κάποιον αόριστο χαμένο παράδεισο, αλλά είναι σύνθημα αντιδραστικό και σκέτη καταδίκη: τίποτα να μην πάει μπροστά, να μην προοδεύσει, τίποτα καινούργιο να μην έλθει, αλλά να γυρνάμε όλο κατά πίσω, να επιστρέφουμε στη λατρεία των ριζών και να αγνοούμε το δέντρο που οφείλουν να θρέψουν οι ρίζες – αυτό σημαίνει η «επιστροφή στις ρίζες» και τα ποικιλώνυμα αναμασήματα. Γι’ αυτό και όταν μιλάμε για παράδοση, οφείλουμε να έχουμε καθαρό μέσα στον νου μας το ότι παράδοση δεν πρέπει να είναι απλώς συντήρηση, και δη κακότροπη και άτεχνη. Η παράδοση πρέπει να είναι ριζοσπαστική και να πετάει νέες ρίζες, για να υπάρχει λόγος να τη μνημονεύουμε ως νέο δέντρο. Δύο κορυφαίοι μουσικοί, ο Νίκος Σκαλκώτας και ο Μάνος Χατζιδάκις, μας δίνουν το σχετικό παράδειγμα: ο Σκαλκώτας με τους δημοτικούς χορούς του και ο Χατζιδάκις με τη νεωτερική του αντιμετώπιση των ρεμπέτικων τραγουδιών τόσο στο επίπεδο της θεωρίας όσο και στο επίπεδο της πράξης.

Αφού ακροθιγώς πραγματευτήκαμε το ελάχιστο πλαίσιο του πολιτισμού, που συνιστά και τη βάση του, επιλέγουμε να εστιάσουμε στον πολιτισμό ως στοχαστικό τόπο του λόγου και των τεχνών, και με τη συνδρομή της επιστήμης. Βρισκόμαστε στην Κέρκυρα, στα τέλη του 2022. Η πόλη και το νησί έχουν πλούσιο πολιτιστικό παρελθόν που είναι ζωντανό και ακμαίο και αντανακλά επιδραστικώς την πολιτιστική διαδικασία του παρόντος και του μέλλοντος, και του άμεσου και του περαιτέρω μέλλοντος. Η λογοτεχνία, οι εικαστικές τέχνες και η μουσική είναι οι κατ’ εξοχήν πολιτιστικοί κλάδοι της Κέρκυρας. Η ριζοσπαστικώς θεωρημένη παράδοση είναι υπαρκτή και όχι μόνο κινείται, αλλά κυριολεκτικώς ταράσσεται εξακολουθώντας να εμπνέει προς τη δημιουργία. Στους αναφερθέντες τομείς υπάρχουν σκαπανείς, που ανοίγουν νέους δρόμους. Είναι –θα λέγαμε– οι εκτελεστές της διαθήκης των πατέρων: του Σολωμού, του Μάντζαρου και του Γιαλλινά, για να μείνω μόνο σε αυτούς, που ο καθένας τους αντιπροσωπεύει με το όνομά του και μόνο ένα ολόκληρο σύμπαν στην τέχνη του. Η παράδοση είναι ύλη υπαρκτή, απτή και καλεί σε διαπλάσεις. Η παράδοση κινείται και εξακολουθεί να εμπνέει προς τη δημιουργία. Στον αιωνίως ισχύοντα πλατωνικό ορισμό της κίνησης συνυπάρχουν η φορά και η αλλοίωσις, όπερ σημαίνει ότι ο πολιτισμός φέρει και φέρεται, αλλοιώνει και αλλοιούται. Και αλλιώς δεν γίνεται, γιατί έτσι μόνο ζει. Γι’ αυτό ό,τι μας παραδίδεται πρέπει να το ελέγχουμε και να το εντάσσουμε στο πλαίσιο αυτό. Οπότε στην εν λόγω ζωντανή και δημιουργό παράδοση (και όχι στην κακόζηλη αναπαραγωγή της ήδη υπάρχουσας, έστω και πολλαπλώς, ακόμα και πολυτρόπως αναπαλαιωμένης) πρέπει να εστιασθεί η όποια πολιτική/πολιτιστική προσπάθεια στα επόμενα είκοσι έτη: στην παράδοση που πετάει νέες ρίζες, που γεννά νέα πράγματα και που δεν επαναλαμβάνει αναλωμένες εμπειρίες.

Αφού μου ζητήθηκε η γνώμη, θα την πω. Θα την διατυπώσω μάλιστα με βραχύτητα και με ευκρίνεια, για να μη χαθούμε στις δαιδαλώδεις παρανοήσεις που οφείλονται και στη σημασιακή φθορά των πολυχρησιμοποιούμενων όρων. Έχουμε, λοιπόν, και λέμε:

Η λογοτεχνία, οι εικαστικές τέχνες και η μουσική του σήμερα και του αύριο (αλλά και όπως έρχονται με την κεκτημένη δυναμική τους από το παρελθόν) πρέπει να είναι οι τρεις πολιτιστικοί στόχοι των υπεύθυνων φορέων για τις επόμενες δύο δεκαετίες. Η μουσική τέχνη είναι η δημοφιλέστερη όλων. Γι’ αυτό στα επόμενα πέντε έως επτά έτη πρέπει να συγκροτηθεί Συμφωνική Ορχήστρα, που θα την υποστηρίζουν εξαιρετικοί καλλιτέχνες και πρώτης γραμμής διευθυντής ορχήστρας. Η Συμφωνική Ορχήστρα θα έχει έδρα της την Κέρκυρα και θα δρα στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή. Στα επόμενε τέσσερα έως έξι έτη πρέπει να καθιερωθεί σημαντικό διεθνές λογοτεχνικό συνέδριο που θα λαμβάνει χώρα ανά διετία με ανανεούμενους θεματικούς πυρήνες. Τέλος πρέπει στα επόμενα τρία έως πέντε έτη να καθιερωθεί ανά διετία η Κερκυραϊκή Μπιενάλε που θα αφορά τις εικαστικές τέχνες. Η πρόταση αυτή είναι λελογισμένη. Εισάγει δε και μιαν άλλη αντίληψη για τον τουρισμό, εντελώς ανεξάρτητη από τις μέχρι τώρα μονοτόνως υπηρετούμενες και καθόλου αντίπαλη προς αυτές. Απλώς επιδιώκεις άλλους ποιοτικούς στόχους. Το ότι το Ιόνιο Πανεπιστήμιο μπορεί να συνδράμει σε αυτό το γενναίο πολιτιστικό εγχείρημα με σχεδόν όλα τα Τμήματά του είναι τόσο αυτονόητο, που περιττεύει οποιαδήποτε περαιτέρω εξήγηση. Το ίδιο ισχύει και για τους ήδη υπάρχοντες και λειτουργούντες πολιτιστικούς φορείς.

Θα μπορούσα να μιλήσω και για διεθνή τουρνουά σκακιού και κρίκετ. Το αθετώ ή, εν πάση περιπτώσει, το αναφέρω απλώς. Επανέρχομαι στους τρεις προαναφερθέντες θεσμούς και λέω το άκρως αυτονόητο: πρέπει να διευθύνονται και να καθοδηγούνται από προσωπικότητες εγνωσμένου κύρους και πανελλήνιας και διεθνούς εμβελείας, όχι από γραφειοκράτες. Και ει δυνατόν όχι από «ντόπιους». Άρα χρειάζεται γενναία χρηματοδότηση, όπερ σημαίνει ότι δεν επαφιέμεθα σε αφελείς πρακτικές «πρωτοβουλιών» και «εθελοντισμού», ούτε σε αυθόρμητες αναλήψεις έργου βασισμένες στην «καλή θέληση». Χωρίς γενναία χρηματοδότηση δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Και αν δεν μπορούν να υπηρετηθούν και οι τρεις τομείς, τότε ας υπηρετηθεί μόνο ο πρώτος, που κατά τη γνώμη μου είναι ό,τι κερκυραϊκότερο διαχρονικώς. Μιλώ για τη μουσική και για τη δημιουργία Συμφωνικής Ορχήστρας.

 

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου