OCTAVIO PAZ
ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΑΓΟΡΙ
Μπαίνω ψηλαφιστά-ψηλαφιστά. Διάδρομοι, πόρτες ποὺ μὲ βγάζουν σὲ δωμάτιο ξενοδοχείου, σὲ κάποιο ἐπιφώνημα, σὲ ἔρημους τόπους μέσα στὴν πόλη. Καὶ μεταξὺ χασμουρητοῦ καὶ ἐγκαταλείψεως, ἰδοὺ ἐσύ, ἀνέγγιχτος, χλωρωσιὰ πολιορκημένη ἀπὸ τόσον πολὺ θάνατο, κῆπος ποὺ σὲ ξαναντάμωσα τὸ βράδυ ἐτοῦτο. Ὄνειρα τρελὰ καὶ νηφάλια, γεωμετρία καὶ παραλήρημα ἐνθεν κακεῖθεν τῶν ψηλῶν φραχτῶν ποὺ φτιάχτηκαν μὲ ἄψητους πλίνθους. Ἡ σκιὰ τῶν πεύκων, ὀκτὼ μάρτυρες τῶν παιδικῶν μου χρόνων, ὄντας μονίμως ἐπὶ ποδὸς καὶ δίχως ν᾽ ἀλλάζουνε ποτὲ στάση, ροῦχο ἢ σιωπή. Ὁ σωρὸς ἀπὸ πετρολίθαρα ἐκείνου τοῦ περίπτερου ποὺ δὲν ἔχει ἀφήσει νὰ λήξει ὁ ἐμφύλιος πόλεμος, τόπος ἀγαπημένος ἀπὸ τὴ μελαγχολία καὶ τὰ πάσης φύσεως σαυροειδῆ. Οἱ βάτοι μὲ τὰ μυστικά τους, μὲ τὸν πολυτελή τους βίο μέσα σ᾽ ὅλο του ἐκεῖνο τὸ πανίλαρο πράσινο, μὲ τὰ τρομερά τους ζωύφια ποὺ ἀνύσταχτα παραμονεύουνε κουλουριασμένα. Ἡ συκιὰ καὶ τὰ γιαγιαδίστικα παραμύθια της. Οἱ ἀντίπαλοι: ἡ μανόλια καὶ οἱ ἄσπρες της λάμπες μπροστὰ ἀπὸ τὴ ροδιά, ἕνας πολυέλαιος μὲ κόκκινα πετράδια ἀναμμένος μὲς στὸ ντάλα μεσημέρι. Ἡ κυδωνιὰ καὶ οἱ λυγερές της βέργες, μὲ τὶς ὁποῖες ἔσκαβε καὶ ξερίζωνε ἀναστεναγμοὺς ἀπὸ τὸν ὀρθρινὸν ἀγέρα. Ὁ πολύτιμος κρασολεκὲς τῆς βουκαμβίλιας ἐπάνω στὸν ἄμωμο, στὸν ἄσπιλο, στὸν πάλλευκο τοῖχο. Ὁ ἱερὸς χῶρος, τοῦ αἴσχους ὁ τόπος, τοῦ μονολόγου τὸ στέκι καὶ ἡ κρυφὴ γωνιά του: ἡ ὀρφάνια μιᾶς ἑσπέρας, οἱ ὕμνοι κάποιου πρωινοῦ, οἱ σιωπές, ἐκείνη ἡ δοξασμένη μέρα ποὺ μόλις μισοφάνηκε καὶ διαμοιράστηκε παντοῦ καὶ σὲ ὅλους,
Πάνω ψηλά, στὸ πυκνὸ τὸ σύγκλαδο, ἀνάμεσα στῶν οὐρανῶν τὴν αἰθρία καὶ στὰ σταυροδρόμια τοῦ πράσινου, τὸ δείλι παλεύει καὶ χτυπιέται μὲ κάτι σπάθες ποὺ εἶναι διάφανες. Πατάω τὸ φρεσκοβρεγμένο χῶμα, τὶς ἀπότομες διαπεραστικὲς μυρωδιές του, τὰ χόρτα τὰ ὁλοζώντανα. Ἡ σιωπὴ ὀρθώνεται νὰ μὲ σταματήσει μὲ ἐρωτήσεις καὶ κόντρα ἐρωτήσεις, μὲ πνεῦμα συλλήβδην ἀνακριτικό. Ἐγὼ ὅμως προχωράω καὶ φυτεύομαι ἀκριβῶς στὸ κέντρο τῆς μνήμης μου. Ἀνασαίνω ἐκεῖ ἀργὰ-ἀργὰ τὸν ἀέρα τὸν κατάφορο μέλλοντος αἰῶνος. Κύματα καὶ ἄλλα κύματα ἐνσκήπτουν μελλουμένων, φῆμες γιὰ κατακτήσεις, γι᾽ ἀνακαλύψεις καὶ γιὰ κεῖνα τὰ αἰφνίδια κενά, μὲ τὰ ὁποῖα προετοιμάζει συνήθως τὶς βιαιότατες ἐπιδρομές του τὸ ἄγνωστο. Σφυρίζω μέσ᾽ ἀπὸ τὰ δόντια μου, καὶ τὸ σφύριγμά μου, μέσα στὸ πανθαύμαστο γυάλος τῆς ὥρας, εἶναι ἕνα εὐφρόσυνο μαστίγωμα ποὺ ξυπνάει φτερὰ καὶ προτρέπει προφητεῖες νὰ πετάξουνε, ν᾽ ἀποδημήσουν. Κι ἐγὼ τὰ βλέπω ὅλα τοῦτα, τὰ βλέπω νὰ φεύγουν, νὰ πετᾶνε κατὰ πέρα, πρὸς τὴν ἄλλη τὴν πλευρὰ νὰ τραβᾶνε, πρὸς τὰ ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ φοράει μακριὰ πουκαμίσα καὶ εἶναι σκυφτός, καὶ καταγράφει ἀφοσιωμένος καὶ ἀκάματος καὶ ἐν μέσῳ μαινομένων διαλειμμάτων, τούτους ὅλους ἐδῶ τοὺς ἀποχαιρετισμοὺς μπροστὰ στὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου