Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2022

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

 


MAX JACOB

 

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

 

Πέθανε, καὶ νά τη ἡ χήρα του καὶ οἱ δυό του γιοί. «Ἀπὸ τοῦτο δῶ τὸ παράθυρο, ἄχ, ἔβλεπε ὁ κόσμος τὴν ὄψη τοῦ γέρου», εἶπε ἡ χήρα· «ἀπὸ ἔρωτα ἐμεῖς παντρευτήκαμε! τί κουράγιο καὶ τί εὐφυΐα! οἱ γονεῖς μας σὲ ὅλα συγκατατέθηκαν, σὲ ὅλα!» Τὸ σπίτι ἔχει ἀλλάξει νοικάρηδες. Κάποια γυναίκα ἅπλωσε πανιὰ στὴν ἀποθήκη· τὴ ρώτησα καὶ μοῦ ἀπάντησε λέγοντάς μου κάτι χοντράδες· ἕνα λυκόσκυλο μὲ φερμάριζε ὁληώρα· στὸν κῆπο εἶχε τριαντάφυλλα, μὰ ἦταν μαραμένα. Οἱ νοικάρηδες εἶχαν ἀλλάξει κι ἄλλη μιὰ φορὰ παλιότερα. Ἐκεῖνοι εἶχαν βάλει τεντόπανα μπρὸς ἀπ᾽ τὴν ἐξώπορτα καὶ πίνανε ἀναψυκτικὰ στὸν κῆπο. Τί νά ᾽χει ἀπομείνει μὲς στοῦ ποιητῆ τὸ σπίτι; Μπορεῖ κανὰ ἔγκλημα... Κι ἐσύ, φτωχούλη μου, τί μοῦ κάθεσαι τώρα καὶ περιμένεις γιὰ τὸ σπίτι σου, ἂν ὄχι τὴν προδοσία τῶν πιὸ καλῶν σου ἐσένα φίλων;

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου