Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022

ΕΡΑΛΑΒÁΝ


 

OCTAVIO PAZ

 

ΕΡΑΛΑΒÁΝ

 

Κάτι ἔμβρυα μὲ ντύσιμο ἐξεζητημένο μοῦ χαμογελοῦν ἀπὸ τὰ ὕψη τῶν ἀρχῶν τους, τῶν ἀξιωμάτων τους. Ἡ τιρκουὰζ κυρία τῶν φτερῶν μοῦ λογχίζει τὰ πλευρά· ἄλλοι ἱππότες μοῦ παίρνουνε τ᾽ ἀφτιὰ μὲ ὅπλα ὀδοντωτά. Δὲν ἀρκεῖ αὐτὸ τὸ συντακτικὸ σφάλμα ποὺ λάμπει σὰν κόκκος κεχριμπαριοῦ πιασμένος στὰ κλαδιὰ κάποιας ἐκεῖ πυκνόφυλλης συζήτησης, οὔτε ἡ φράση ποὺ ξεπηδάει καὶ ποὺ χωρὶς κανένα ὄφελος τὴν ἁρπάζω ἐγὼ ἀπὸ τὴν οὐρά της καί, κρατώντας την γερά, τῆς πετάω ξεροκόμματα τῆς πλέον ἐξαιρετικῆς χαζομάρας. Ματαίως ψάχνω στὶς τσέπες μου τὰ χαμόγελα, τὶς ἀντιρρήσεις, τὶς συγκαταθέσεις. Ἀνάμεσα σὲ τόσες καὶ τόσες ἀφέλειες ἐξάγω, μὲ τὴν πρὠτη κιόλας, κάποια λέξη ποὺ ἐπινοήθηκε ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, κι ὡστόσο απραμένει ἀκόμα ζωντανή. Ἡ στιγμὴ τινάζει σπίθες — εἶναι μιὰ φωτεινὴ κουκουνάρα μὲ λοφίο πράσινο.

Ἐραλαβάν! Συλλαβὲς ἐκτοξευμένες στὸν ἀέρα κάποιο σούρουπο, ἀστερισμὸς νησιῶν καταμεσῆς ἑνὸς καλοκαιριοῦ ἀπὸ γυαλιὰ καὶ κρύσταλλα! Ἐκεῖ ἡ γλώσσα συνίσταται στὴν παραγωγὴ ὡραίων καὶ διαφανῶν ἀντικειμένων, ἡ δὲ συζήτηση εἶναι ἀνταλλαγὴ δώρων, ἡ εὐτυχὴς συνάντηση δύο ἀγνώστων ποὺ ἔχουν πλαστεῖ ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον, ἕν᾽ ἀσυνληθιστο μπουμπούκιασμα εἰκόνων ποὺ ἀποκρυσταλλώνονται σὲ πράξεις. Ὑδατίνων φωνηέντων ἰδίωμα ἀνάμεσα σὲ φύλλα καὶ λιθάρια, μὰ καὶ παλίρροια μὲ θησαυροὺς καὶ κόντρα θησαυροὺς ζαλωμένη. Μὲς στὰ σκυθρωπὰ χορτάρια καὶ στὸ βεληνεκὲς ὅλων τῶν διερχομένων ὑπάρχουν δαχτυλίδια φωσφορίζοντα, ὑπάρχουν ἄσπρα κενὰ γεμισμένα μὲ τὸν πάλλευκο ἑαυτό τους σάμπως μιὰ χούφτα παρθένο ἀλάτι, ὑπάρχουν λέξεις τεταμένες ποὺ ἔχουν φτιαχτεῖ ἀπὸ τὸ αὐτὸ δονούμενο ὑλικό, ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο φτιάχνεται μιὰ παύση ἀνάμεσα σὲ δύο συγχορδίες. Ἐκεῖ τὸ ναυάγιο ἀποξεχνάει φίλους, πατρίδα καὶ γλώσσα μητρική. Ἂν ὅμως τὸ ἀνακαλύψει κάποιος, καθὼς περπατάει μελαγχολικὸς στὴν παραλία, ἀμέσως τὸ ἀνασύρουν καὶ τὸ βγάζουν στὸ λιμάνι καὶ τὸ ξαναστέλνουνε στὴ γῆ του, μὲ τὴ γλώσσα κομμένη. Οἱ νησιῶτες τρέμουν μὴν κομματιάσει ἡ λέπρα τῆς μνήμης ὅλα τὰ γυάλινα παλάτια ποὺ χτίζει ὀ πυρετός.

Ἐραλαβάν: συλλαβὲς ποὺ λάμπουν στὴν κορφὴ ἐπάνω τῶν νυχτερινῶν κυμάτων· ριπὲς ἀνέμου ποὺ φυσᾶ καὶ ἀνοίγει κάποιο παράθυρο σφαλισμένο καὶ κλειστὸ στὸν αἰώνα· δάχτυλα ποὺ κρούουν στὸ χεῖλος τῆς ἀπελπισίας τὴν ἄρπα τοῦ Τίποτα.

Δεμένος χεροπόδαρα ἐπιστρέφω τώρα ἐγὼ στοὺς συνομιλητές μου, σὲ κάτι κανίβαλους ποὺ μὲ καταβροχθίζουνε δίχως πολλὰ-πολλὰ τελετουργικὰ «σοῦ ᾽πα – μοῦ ᾽πες», συμπράγκαλα καὶ συμπαρομαρτοῦντα.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου