OCTAVIO PAZ
Η ΣΥΚΙΑ
Στὸ Μιχκοὰκ, μιὰ πόλη μὲ χείλη καυτά, μόνο ἡ συκιὰ σημειώνει κι ἐξαγγέλλει τὶς ἀλλαγὲς τῶν ἐποχῶν. Ἡ συκιὰ εἶναι ἕξι μῆνες ντυμένη μ᾽ ἕνα ἠχηρὸ πράσινο ροῦχο, καὶ τοὺς ἄλλους ἕξι εἶναι καρβουνιασμένο ἐρείπιο τοῦ καλοκαιριάτικου ἥλιου.
Κλεισμένος μέσα σὲ τέσσερις τοίχους (στὸν Βορρᾶ τὸ κρύσταλλο τοῦ οὐκ οἶδα, τοπίο ποὺ μένει ν᾽ ἀνακαλυφθεῖ· στὸν Νότο ἡ μνήμη κομμένη στὰ τέσσερα· στὴν Ἀνατολὴ ὁ καθρέφτης· στὴ Δύση ὁ ἀσβέστης καὶ τῆς σιωπῆς τὸ ἆσμα) ἔγραφα μηνύματα ποὺ μένανε ἀναπάντητα, ποὺ καταστρέφονταν εὐθὺς ἀμέσως μόλις τὰ εἶχα τελειώσει. Ἄγρια ἐφηβεία: ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ ὑπάρχει καὶ ποὺ δὲν διαθέτει πλέον τίποτε περισσότερο ἀπὸ τοῦτο τὸ στενό, τὸ στενότατο σῶμα, στραγγαλίζει τὸ παιδὶ ποὺ εἴμαστ᾽ ἐμεῖς. (Μὲ τὸ πέρασμα τῶν χρόνων, ὡστόσο, αὐτὸς ποὺ θέλω νὰ εἶμαι καὶ δὲν θὰ εἶμαι ποτὲ καταληστεύει αὐτὸν ποὺ ὑπῆρξα, λεηλατεῖ καὶ καταστρέφει τὴν ὕπαρξή μου, μὲ ξεσπιτώνει, μοῦ διασπαθίζει τὰ πλούτη, μὲ παζαρεύει μὲ τὸν Θάνατο.) Τούτη τὴν ἐποχὴ ὅμως ἡ συκιὰ ἔφτασε μέχρι τὸ τσαρδί μου καὶ χτυποῦσε ἐπίμονα τὸ τζάμι τοῦ παραθύρου μου φωνάζοντας καὶ τ᾽ ὄνομά μου. Σηκώθηκα καὶ τρύπωσα στὸ κέντρο της: χαύνωση ποὺ τὴν ἐπισκέπτονται πουλιά, παλμοί ἐλύτρων, ἐντόσθια καρποῦ ποὺ ἔσταζε πλησμονή, ἀφθονία.
Τῆς μέρες τῆς γαλήνης ἡ συκιὰ ἦταν πετρωμένη καραβέλα ἀπὸ ἀχάτη, ποὺ ταλαντευόταν ἁπλῶς ἀνεπαίσθητα, καὶ τὴν εἴχανε δεμένη σ᾽ ἕναν μαῦρο τοῖχο πιτσιλισμένον ἀπ᾽ τὶς πρασινίλες τῆς ἀνοιξιάτικης παλίρροιας. Φυσοῦσε ὅμως ὁ ἄνεμος τοῦ Μάρτη, ἄνοιγε τὸ βῆμα του ἀνάμεσα στὸ φῶς καὶ στὰ σύννεφα καὶ φούσκωνε τὰ πράσινα πανιά. Ἐγὼ σκαρφάλωνα στὴν κορυφή της καὶ τὸ κεφάλι μου ἔβγαινε ἔξω ἀπ᾽ τὰ μεγάλα φύλλα της ποὺ τὰ ἐρἀμφιζαν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ στεφάνωναν προφῆτες.
Νὰ διαβάσεις τὸ ριζικό μου στὶς γραμμὲς ποὺ ἔχει ἠ παλάμη ἑνὸς συκόφυλλου! Σοῦ τάζω ἀγῶνες καὶ μιὰ μεγάλη μοναχικὴ μάχη ἐναντίον ἀσωμάτου ὄντος. Σοῦ τάζω ταυρομαχία καὶ κερατιὲς καὶ ἐπευφημίες. Σοῦ τάζω τὸν χορὸ τῶν φίλων, τὴν πτώση τοῦ τυράννου καὶ τῶν ὁριζόντων τὴν κατάρρευση. Σοῦ τάζω τὴν ἐξορία καὶ τὴν ἔρημο, τὴ δίψα καὶ τὴν ἀχτίδα ποὺ κόβει στὰ δύο τὸν βράχο: σοῦ τάζω τὴ νεροσυρμή. Σοῦ τάζω τὴν πληγὴ καὶ τὰ χείλη, ἔνα κορμὶ κι ἕνα ὅραμα. Σοῦ τάζω ἕναν στολίσκο ποὺ θὰ διαπλέει κάποιο τιρκουὰζ ποτάμι, σημαῖες σοῦ τάζω πολλὲς κι ἕναν λαὸ ἐλεύθερο στὶς ὄχθες. Σοῦ τάζω τεράστια μάτια, κάτω ἀπ᾽ τὸ φῶς τῶν ὁποίων θὰ μπορεῖ ν᾽ἁπλωθεῖς, κατάκοπο δέντρο. Σοῦ τάζω τὸ τσεκούρι καὶ τὸ ὑνί, τὸ ἀγκάθι καὶ τὸ τραγούδι, σοῦ τάζω μεγάλα σύννεφα, ὀρυχεῖα γιὰ τὸ μάτι, κι ἕναν κόσμο ποὺ πρόκειται νὰ δημιουργηθεῖ.
Σήμερα ἡ συκιὰ μοῦ χτύπησε τὴν πόρτα κι ἐγὼ ἐφώναξα: Ν᾽ ἀδράξω τὸ τσεκούρι ἢ νὰ χορέψω μὲ τούτη τὴν τρελή;
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου