MAX JACOB
ΕΙΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΤΙΝΟΣ ΘΕΣΕΩΣ
Κάποια στιγμή —παρ᾽ ὅτι τ᾽ ἀκουμπισμένα χέρια στοὺς ὤμους καὶ τὰ χρυσά λουδοβίκια καὶ τὰ χαρτονομίσματα, ποὺ πετιοῦνται στὰ κορίτσια, προστατεύονταν ἀπὸ καλὰ περίστροφα κάτω ἀπ᾽ τὰ γιλέκα— ὁ Ἱερώνυμος Πατυρὸ ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ καφέ, κι ἂς εἶχε στενὴ φιλία μὲ τὸν ἴδιο τὸν Μὰκ Φαρλέιν. Ἵδρυσε τράπεζα, μι᾽ ἀνώνυμη ἑταιρεία μὲ μετοχὲς γιὰ τὴν ἀγορὰ καὶ τὴ διάθεση ἔργων τοῦ Ἒλ Γκρέκο στοὺς μετόχους, κάποιος ὅμως τοῦ ἐπισήμανε μὲ ἁπτὲς ἀποδείξεις ὅτι ἡ ἀξία τῶν πινάκων ὄχι μόνο ποικίλλει, ἀλλὰ καὶ μεταβάλλεται ραγδαῖα. Ὑπῆρξαν μέρες ποὺ ἕνας Ραφαὴλ δὲν ἔπιανε οὔτε τριάντα σέντσια. Τότε ἔγινε συντάκτης καταλόγων σὲ οἴκους μόδας· ἐκεῖ, ὅμως, τοῦ χρειάζονταν γνώσεις λογοτεχνίας, διότι πρέπει νὰ ξέρεις νὰ στήνεις βιβλιοθῆκες γιὰ τοὺς κομψοὺς πελάτες. Στὸ τέλος ἔγινε ἔμπορος τῶν τεσσάρων ἐποχῶν, πλὴν ὅμως ἐμεῖς δὲν ἔχουμε πιὰ ἐποχές, τοὺς δὲ ἐμπόρους αὐτοὺς τοὺς λέμε ὑπαίθριους μανάβηδες.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου