MAX JACOB
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Τὸ κατάστημα εἶχε τὶς κουρτίνες του ἀνοιχτές σὰν στραβοανοιγμένη βεντάλια. Ἐκεῖ ζοῦσαν οἱ σωματοφύλακες. Ὁ ἕνας τους ἔριχνε ροχάλες στὴ στάχτη, ὁ ἄλλος διάβαζε τὴν ἑσπερινὴ ἐφημερίδα, ὁ δὲ τρίτος —ἐγὼ ἤμουν αὐτός— κοιμότανε ὣς τὴν ὥρα ποὺ μπῆκε ὁ βασιλιάς. Τὴ σιλουέτα του εἴδανε μόνο. Ὁ βασιλιὰς μοῦ ἐνεχείρισε δίπλωμα καπετάνιου: ἕνα καρνὲ πλύστη, στὸ ὁποῖο ἦταν γραμμένος ὁ κατάλογος ἀνθρώπων καὶ πραγμάτων ποὺ χρειάζονται γιὰ νά ᾽σαι καπετάνιος. Ἐπὶ πλέον στὸ μέλλον θὰ λεγόμουν Κάρολος τῆς Γαλλίας, πράγμα ποὺ μ᾽ ἔκανε νὰ σκεφτῶ καὶ κάτι ἄλλο. Τὴν ἐπιοὐσα κατέφθασαν δύο τετράχρονα γοητευτικὰ παιδιὰ μὲ τὰ ὅπλα τους: ἦσαν οἱ φρουροί, καὶ τὰ πῆρα στὰ γόνατά μου.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου