MAX JACOB
ΤΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΤΗΣ ΙΣΑΒΕΛΛΑΣ
Στὴ Μόσχα, πρὶν ἀκόμα χαράξει, τί τρομάρα κι αὐτή! Οἱ ὑπηρέτες δὲν εἶχαν βάλει ἀκόμα τὶς λιβρέες τους· τὴν κουζίνα τὴν ἐφώτιζε τὸ γκάζι. Τότε γιατί εἶχα ἐγὼ σηκωθεῖ, ἀφοῦ ἤτανε ἀκόμα σκοτάδι, ἀχάραγο; Ἴσως γιατὶ ἔβρισκα τὸ ὅλον πολὺ ποιητικὸ ἤ, μᾶλλον, γιατὶ ἤθελα νὰ δῶ τὸν ἥλιο ν᾽ ἀνατέλλει στὴ Μόσχα. Οἱ ὑπηρέτες στέκονταν ὄρθιοι γύρω ἀπ᾽ τὸ τραπέζι τῆς κουζίνας· ἐκεῖ ὑπῆρχε καὶ ἕνας τετράγωνος σκοῦφος, ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ φορᾶνε οἱ χωριάτισσες, κι ἔτσι ἀναγνώρισα τὴν καημενούλα τὴν Ἰσαβέλλα! Τῆς δώσανε ἕνα ξεροκόμματο, γιὰ τὸ ὁποῖο τοὺς ἦταν εύγνώμων. Κατεβαίνοντας τὴ σκοτεινὴ συνοικία, ὅπου φῶς εἶχε μόνο ἕνα μαγαζί, συνάντησα τὴν Ἰσαβέλλα νά ᾽ναι ζαλωμένη μ᾽ ἕναν μεγάλο σάκο καὶ τῆς εἶπα:
«Ἔχετε πολλὰ παιδιά, καημένη μου Ἰσαβέλλα — τί τραβᾶτε κι ἐσεῖς γιὰ νὰ θρέψετε τόσα στόματα...»
«Ἄ, ὄχι, κύριε Μάξ! Γιὰ τὰ γουρούνια μου εἶναι!»
Ξαναγύρισα· πλάι στὸν νεροχύτη ὁ μικρὸς μου μουζίκος ἐκοίταζε τὴ Μόσχα ὁλόφρεσκη, καθὼς εἶχε κάνει τὸ μπάνιο της ὅλη τὴ νύχτα. Τοῦ ζήτησα νὰ μοῦ δώσει τὰ ἀβγά μου, ποὺ εἴχαμε μεριμνήσει νὰ τὰ βάλουμε στὸ νερὸ γιὰ νά ᾽χουν φρεσκάδα. «Τὰ πιὸ βαριὰ εἶναι γιὰ τὸ γεῦμα μου, τὰ ἐλαφρότερα εἶναι γιὰ τὰ γουρουνάκια τῆς Ἰσαβέλλας».
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου