OCTAVIO PAZ
ΒΙΑΣΥΝΗ
Παρὰ τὴ χαύνωσή μου, τὰ πρησμένα μάτια μου, τὴ μπάκα μου, τὴν ἐμφάνισή μου ὅμοια μ᾽ ἐκείνου ποὺ βγῆκε μόλις ἀπὸ τὴ σπηλιά, δὲν σταματάω καὶ δὲν καθυστερῶ ποτέ. Εἶμαι βιαστικός. Ἀνέκαθεν ἤμουν βιαστικός. μέρα-νύχτα βομβίζει μέσα στὸ κρανίο μου μιὰ μέλισσα. Τρέχω ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ, ἀπ᾽ τὸν ὕπνο ὣς τὸν ξύπνο, ἀπ᾽ τὸν συρφετὸ ὣς τὴ μοναξιά, ἀπ᾽ τὸ ξημέρωμα μέχρι νὰ πέσει γιὰ τὰ καλὰ τὸ βράδυ. Ποιό τ᾽ ὄφελος ποὺ καθεμιὰ ἀπ᾽ τὶς τέσσερις ἐποχὲς μοῦ παρουσιάζει τὸ πλούσιο της τραπέζι; — κανένα! Ἀνώφελο, ἐπίσης, τὸ πρωινὸ κελάιδισμα τοῦ καναρινιοῦ, τὸ ἄνετο κρεβάτι σὰν κοίτη ποταμιοῦ τὸ καλοκαίρι, ἐκείνη ἡ κοπέλα στὴν ἐφηβεία καὶ τὰ δάκρυά της, ποὺ κόπηκε γιὰ νὰ σαπίσει τὸ φθινόπωρο. Μάταιο τὸ μεσημέρι καὶ ὁ κρυστάλλινος μίσχος του, τὰ πράσινα φύλλα ποὺ τὸ φιλτράρουν, οἱ πέτρες ποὺ φωλιάζει, οἱ σκιὲς ποὺ σμιλεύει. Ὅλα τοῦτα τὰ πράγματα τὰ πολλὰ καὶ ἄφθονα μὲ στραγγίζουνε μὲ μιὰ γουλιά. Πάω κι ἔρχομαι, ξαναπάω καὶ ξανάρχομαι, μπαίνω καὶ βγαίνω, σκάω μύτη, φανερώνομαι, ἀκούω μουσική, μεθάω, διαλογίζομαι, μονολογῶ, βρίζω. ἀλλάζω ροῦχα, λέω ἀντίο σὲ ὅ,τι ὑπῆρξε καὶ δὲν ὑπάρχει πιά, ἔφυγε, βραδυπορῶ σὲ ὅ,τι μέλλεται νὰ γίνει.
Ἀπὸ τότε ποὺ ἄνοιξα τὰ μάτια λέω καὶ ξαναλέω ὅτι ὁ τόπος μου δὲν εἶναι ἐδῶ ὅπου εἶμαι, ἀλλὰ ἐκεῖ ὅπου δὲν εἶμαι καὶ ὅπου ποτὲ δὲν ἤμουν. Κάπου ὑπάρχει ἕνα μέρος ἄδειο, καὶ αὐτὸ τὸ κενὸ θὰ γεμίσει ἀπὸ ἐμένα, κι ἐγὼ θὰ ἐγκατασταθῶ σὲ τοῦτο τὸ κοίλωμα ποὺ ἀνεπαισθήτως θὰ ξεχειλίσει ἀπὸ ἐμένα, θὰ γεμίσει δὲ τόσο πολύ, ποὺ θὰ φτάσει νὰ γίνει ἢ πηγὴ ἢ πίδακας. Καὶ τὸ κενό μου, τὸ κενὸ τὸ δικό μου ποὺ εἶμαι τώρα, θὰ γεμίσει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, θὰ γεμίσει ὣς ἀπάνω-ἀπάνω.
Βιάζομαι γιὰ νὰ εἶμαι. Τρέχω ξοπίσω μου, πίσω ἀπὸ τὸ μέρος μου, πίσω ἀπὸ τὸ κενό μου. Ποιός μοῦ κράτησε αὐτὸ τὸ μέρος; Πῶς λέγεται ἡ μοίρα μου; Ποιό εἶναι καὶ τί εἶναι ὅ,τι μὲ κινεῖ καὶ ποιό εἶναι καὶ τί εἶναι ὅ,τι καρτεράει τὴν ἔλευσή μου γιὰ νὰ γεμίσει αὐτὸ καὶ γιὰ νὰ γεμίσω ἐγώ; Δὲν ξέρω, ἀπλῶς βιάζομαι. Ἀκόμα κι ἂν δὲν μὲ κουνάει ἀπὸ τὴ θέση μου, ἀκόμα κι ἂν δὲν μὲ σηκώνει ἀπ᾽ τὸ κρεβάτι μου. Κι ὅλο νὰ φέρνω καὶ νὰ ξαναφέρνω βόλτες καὶ κόντρα βόλτες μέσα στὸ κλουβί μου. Μπορεῖ νὰ εἶμαι καρφωμένος ἀπὸ κάποιο ὄνομα, κάποια χειρονομία, κάποιο τίκ, ἀλλὰ κινοῦμαι, ὅλο κινοῦμαι. Τοῦτο τὸ σπίτι, τοῦτ᾽ οἱ φίλοι, τοῦτες οἱ χῶρες, τοῦτα τὰ χέρια, τοῦτο τὸ στόμα, τοῦτα τὰ γράμματα ποὺ σχηματίζουν τούτη τὴν εἰκόνα ποὺ ἔχει ἀποσπαστεῖ, ποὺ ἔχει ξεκολλήσει χωρὶς προηγούμενη εἰδοποίηση καὶ ποὺ οὔτε κὰν ξέρω ἀπὸ ποῦ ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε κατάστηθα, δὲν εἶναι, ὄχι, δὲν εἶναι τὸ μέρος τὸ δικό μου. Οὔτε τοῦτο οὔτε ὁποιοδήποτε ἄλλο εἶανι τὸ δικό μου μέρος, ὁ δικός μου τόπος.
Ὁτιδήποτε μὲ κρατάει καὶ τὸ κρατῶ κι ἐγώ, καθὼς μὲ κρατάει, εἶναι συρματόπλεγμα, τοῖχος. Καὶ ὅλα τὰ πηδάει ἡ σπουδή μου, ἡ βιασύνη μου, καὶ τοὺς ξεφεύγει. Αὐτὸ τὸ σῶμα μοῦ προσφέρει τὸ σῶμα του, αὐτὴ ἡ θάλασσα καταπίνει ἑφτὰ κύματα, ἑφτὰ γυμνότητες, ἑφτὰ χαμόγελα, ἑφτὰ προβατάκια κάτασπρα. Δίνω χάρη καὶ στρίβω. Ναί, ἡ βόλτα ἤτανε πολὺ διασκεδαστική, ἡ συζήτηση ἐποικοδομητικὴ παρ᾽ ὅλο ποὺ εἶναι ἀκόμα νωρίς, ἡ λειτουργία δὲν σταματάει καὶ μὲ κανέναν τρόπο δὲν προτίθεμαι οὔτε φιλοδοξῶ νὰ γνωρίσω τῶν πραγμάτων τὴν ἔκβαση. Τὸ νιώθω: βιάζομαι. Ποθῶ νὰ εἶμαι βιβλίο τῆς σπουδῆς μου, τῆς βιασύνης μου, ἐπείγομαι νὰ ξαπλώσω καὶ νὰ σηκωθῶ χωρὶς νὰ πῶ: ἀντίο, βιάζομαι, ἐπείγομαι.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου