MAX JACOB
ΠΟΙΗΜΑ
Ἔγινε στὴν αἴθουσα τῶν παιδαγωγικῶν ἐξετάσεων: ἄντρες καὶ γυναῖκες βρίσκονταν γύρω ἀπό ᾽να τραπέζι.
«Ἐσεῖς, κύριε Μάξ, δὲν θὰ διαγωνιστεῖτε;»
«Δὲν εἶμαι ἐγγεγραμμένος.»
Κι ἔτσι πῆγα κι ἔκατσα στὰ καθίσματα τῆς διπλανῆς αἴθουσας, στοχαζόμενος τὸ θέμα τοῦ διαγωνίσματος ποὺ ἦταν τούτη ἡ δῆθεν φράση κάποιου δῆθεν φιλόσοφου: Πῶς μεταχειρίζεσθε τὰ κοτοπουλάκια ποὺ πετᾶνε πάνω ἀπὸ ἕνα φόντο σοβαρὸ καὶ ἡ πτήση τους εἶναι ζωηρή;
Περνοῦσα τὴν ὥρα τῆς μοναξιᾶς μου περιμένοντας κάποιον φίλο καὶ ἐνθυμούμενος μιὰν ἐκδρομὴ μὲ ἅμαξα ποὺ εἶχα κάνει τὴν παραμονὴ μὲ τὸν πατέρα μου στ᾽ ἀπόκρημνα βράχια τῆς ἀκτῆς καὶ συλλογιζόμενος τί θὰ εἶχα ἐγὼ ἐπὶ τοῦ θέματος γράψει, ἂν εἶχα συμμετάσχει στὸ διαγώνισμα. Καὶ δούλευα τὸ θέμα τόσο μὲ τὴ νεωτερικὴ ἀντιμετώπιση ὅσο καὶ μὲ τὴ σχολικὴ ἀντιμετώπιση: εἶχα μπροστά μου τὰ κείμενα τῆς ἐξέτασης σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες. Ὅταν ἐπέστρεψα στὴν αἴθουσα, οἱ ὑποψήφιοι ἦσαν ὅλοι μαζὶ καὶ κατάστρωναν —τόσες καὶ τόσες μεγαλοφυΐες ἀπὸ κοινοῦ— μιὰν ὑποδειγματικὴ ἄσκηση: εἶχαν χωρίσει τὸ θέμα σὲ παραγράφους, μιλοῦσαν πραγματικά, ναί, γιὰ κοτοπουλάκια, ξεδίπλωναν τὴν εὐφράδειά τους σὲ ὅ,τι ἀφοροῦσε τὸ κοτέτσι, τὸν ὀρνιθώνα, διακρίνοντας ἐν πάσῃ περιπτώσει καὶ κάποια ἄλλα πράγματα. Μοῦ ζήτησαν τὴ γνώμη μου. Τοὺς εἶπα ὅτι κατὰ τὴ γνώμη μου —ἀφοῦ ἐπέμεναν τὸ poulets νὰ τὸ κατανοοῦν ὡς κοτοπουλάκια καὶ καθόλου ὡς μαθητούδια ἤ, ἔστω, ὡς ραβασάκια— τοὺς εἶχε ἁπλῶς ζητηθεῖ νὰ δώσουν μιὰν ἐργασία γιὰ τὴν εἰδικὴ ἐκπαίδευση ποὺ πρέπει νὰ παρέχεται στὰ Παριζιανάκια.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου