EDGAR BAYLEY
ΚΑΠΟΙΟΣ ΣΚΑΡΦΑΛΩΝΕΙ ΣΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ
ΚΑΙ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Κρατημένος ἀπὸ μιὰ τριχιὰ
ὁ ἄνθρωπος ποὺ σκαρφαλώνει στοὺς τοίχους
φοράει γερὰ παπούτσια μὲ καρφιὰ
Σκαρφαλώνει στοὺς τοίχους
γιατὶ ξέχασε τὰ κλειδιὰ τοῦ σπιτιοῦ του
καὶ ἐνῶ συνεχίζει νὰ σκαρφαλώνει
μέχρι νὰ φτάσει στὸν δέκατο τρίτο ὄροφο
σταματάει καμιὰ φορὰ
στὰ μπαλκόνια τοῦ κάθε ὀρόφου
καὶ ἀνασαίνει τῶν γερανιῶν τὸ ἄρωμα
τοῦ ἀγιοκλήματος
τῆς ὀρτανσίας
τῆς γαρδένιας
Ἔχει λιακάδα
πλανόδιους πωλητὲς
ποὺ δὲν βάζουνε γλώσσα μέσα τους
καὶ πιὸ πέρα εἶναι τὸ ποτάμι
καὶ ἀκόμα πιὸ πέρα οἱ γέφυρες
ἀπ᾽ ὅπου πᾶνε γιὰ τὴν πάμπα
Κάτω εἶναι τὰ παιδιὰ
ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ σχολεῖο
καὶ στὸν οὐρανὸ πετᾶνε πουλιὰ καὶ ἀεροπλάνα
καὶ καπέλα μὲ πλατιὰ ὁλάνοιχτα φτερὰ
ποὺ τὰ πῆρε ὁ ἄνεμος ἀπ᾽ ὅσους δὲν προνόησαν νὰ προσέχουν
Ἡ τριχιὰ εἶναι δεμένη στὸ δοκάρι
ποὺ προεξέχει ἀπ᾽ τὴν ταράτσα
Κάποιος τὴν ἔδεσε στὴ μέση του
καὶ ἀνεβαίνει πιασμένος ἀπ᾽ αὐτὴν
μὲ γαντοφορεμένα χέρια
Φοράει γιλέκο λουλουδάτο καὶ καρὸ τραγιάσκα
Πρέπει νὰ φτάσει στὸν δέκατο τρίτο ὄροφο
νὰ ποτίσει κάτι γαρυφαλιὲς
νὰ ξεκουκίσει καλαμπόκι
νὰ γράψει κάτι γράμματα
καὶ νὰ μαγειρέψει ραγού
Ἀνεβαίνει ἀργὰ-ἀργὰ
καὶ σὲ κάθε ὄροφο
σταματάει νὰ πάρει μιὰν ἀνάσα νὰ ξεκουραστεῖ
Μπαίνει στὰ μπαλκόνια κάθε ὀρόφου
καὶ κάθεται σὲ ὅποια πολιθρόνα βρεῖ
ἢ ξαπλώνει σὲ ξαπλῶστρες
καὶ κουβεντιάζει μὲ τὴ γειτόνισσα ἢ τοὺς γείτονες
καὶ πίνει καφὲ ἢ μάτε
ἢ κατεβάζει μιὰ γουλιὰ κρασὶ
στὸ λαρύγγι του
ἢ παίζει χαρτιά
ἢ ἀκούει ἐκμυστηρεύσεις καὶ δίνει συμβουλὲς
ἢ διηγεῖται κάποιο ἐπεισόδιο τῆς ζωῆς του
ὡσποὺ χαιρετάει καὶ φεύγει
καὶ συνεχίζει νὰ σκαρφαλώνει στοὺς τοίχους
κρατημένος ἀπὸ μιὰ τριχιά
Εἶναι ὁ ἄντρας ποὺ φοράει γερὰ παπούτσια μὲ καρφιὰ
καὶ γιλέκο λουλουδάτο καὶ καρὸ τραγιάσκα
ποὺ ἔχει ξεχάσει τὰ κλειδιὰ τοῦ σπιτιοῦ του
καὶ ἀνασαίνει τῶν γερανιῶν τὸ ἄρωμα
καὶ πρέπει νὰ φτάσει στὸν δέκατο τρίτο ὄροφο
πρὶν φτάσουν ἐκεῖ τὰ μπουφοπούλια
καὶ φωτιστοῦνε τὰ παράθυρα
Μακριὰ ἀπὸ κεῖ εἶναι τὰ πουλιὰ καὶ τὸ ποτάμι
καὶ οἱ χλόες τοῦ πάρκου
καὶ τὰ ἄλογα ποὺ καλπάζουν στὸν κάμπο
κι αὐτὴ ἡ ξεχαρβαλωμένη καρέκλα
καὶ ἡ μπανιέρα
ἡ ἀχρηστευμένη
γεμάτη χῶμα καὶ λουλούδια
καὶ ἡ θάλασσα καὶ τὸ πλοῖο ποὺ κοντεύει ν᾽ ἀράξει
καὶ ἡ σαὐρα ποὺ γλιστράει στὰ βράχια
καὶ ὁ ἐφημεριδοπώλης ποὺ ἀπὸ κάτω
τοῦ φωνάζει νουθεσίας καὶ προειδοποιήσεις
ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος πετάει
ἀνεβαίνει
κατακτώντας κάθε ὄροφο μὲ κόπο
καὶ κοιτάζει πάντα πρὸς τὰ ἐπάνω
καὶ ἡ γῆ εἶναι μακριὰ
καὶ ὁ οὐρανὸς εἶναι μακριά
Τὸν ἄνθρωπος ποὺ σκαρφαλώνει στοὺς τοίχους
κρεμασμένος ἀπὸ μιὰ τριχιὰ
ὅποτε μπαίνει σ᾽ ἕνα σπίτι ἀπ᾽ τὸ μπαλκόνι
τὸν καλοδέχονται οἱ γείτονες
καὶ προσπαθεῖ κι αὐτὸς νὰ ἀποδεικνύεται χρήσιμος
ἀλλὰ σ᾽ ἕναν ὄροφο
μιὰ γυναίκα ποὺ δὲν τὴν περίμενε
καὶ ποὺ εἶναι μία καὶ μόνη
ἀλλὰ καὶ συνάμα
ὅλες οἱ γυναῖκες τῆς ζωῆς του
τοῦ ζητάει νὰ τὴν πάρει μαζί του
Τότε δένεται κι αὐτὴ μὲ τὴν τριχιὰ
καὶ ἀνεβαίνει μὲ τὸν ἄντρα
πάνω καὶ πέρα ἀπὸ τὸν δέκατο τρίτο ὄροφο
κατὰ ᾽κεῖ ποὺ εἶναι τὰ σύννεφα
ὁ ἐλεύθερος ἀέρας
ὁ οὐρανὸς
ὁ ἄνεμος
ἀνάμεσα στὰ γεράνια
στὶς ὀμπρέλες
στὶς ξαπλῶστρες
πάνω ἀπὸ γέφυρες καὶ περίπτερα μὲ ἐφημερίδες
καὶ κατάρτρια
καὶ κισσοὺς
καὶ κάτι σταγόνες
καὶ σπόρους
καὶ ὄνειρα
μὲ τὴν καρὸ τραγιάσκα του
μὲ τὸ λουλουδάτο του γιλέκο
μὲ τὴν παντοτινή του ἀγαπημένη
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου