ANTONIO CISNEROS
ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΤΗΣ ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗΣ
ΚΑΙ ΑΠΟ ΔΙΠΛΑ ΜΑΝΑΒΙΚΟ
Βρέχει μεταξὺ ἀχλαδιῶν καὶ ροδακίνων,
τ᾽ ἀπαστράπτοντα φλούδια πᾶνε κάτω στὸ ποτάμι
σάμπως κράνη ρωμαϊκὰ μὲς στὰ καφάσια τους.
Βρέχει ἀνάμεσα στὸ ροχαλητὸ τῶν ὅμοιων μὲ ἀντιμάμαλο κεφαλαλγιῶν
καὶ ὅλων τῶν σιδερένιων γερανῶν. Ὁ ἐφημέριος
φοράει τὰ πράσινα ἄμφια τῆς πρὸ τῶν Χριστουγέννων νηστείας κι ἔχει κι ἕνα μικρόφωνο.
Δὲν γνωρίζω τὴ γλώσσα του ὅπως ἐπίσης ἀγνοῶ
τὸν αἰώνα ποὺ ἐχτίστηκε αὐτὸς ἐδῶ ὁ ναός.
Ξέρω ὅμως ὅτι ὁ Κύριος εἶναι στὸ στόμα του:
γιὰ μένα εἶναι τὰ ἔγχορδα, τὸ πιὸ θρεμμένο μοσχάρι,
ὁ πλουσιότερος μανδύας, τὰ σανδάλια,
γιατὶ βρέθηκα χαμένος
πιὸ χαμένος καὶ ἀπὸ ψύλλο στ᾽ ἄχυρα τῆς Πούντα Νέγκρα,
πιὸ χαμένος κι ἀπὸ τὰ βροχόνερα μὲς στὰ νερὰ
τοῦ ταραγμένου Δούναβη.
Νεκρὸς ἢμην γὰρ καὶ ἀνέστην.
Βρέχει μεταξὺ ἀχλαδιῶν καὶ ροδακίνων,
μεταξὺ ἐποχικῶν καρπῶν ποὺ δὲν γνωρίζω πῶς τοὺς λένε, ξέρω ὅμως
τὴ γεύση τους καὶ τὸ ἄρωμά τους, τὸ χρῶμα τους
ποὺ μὲ τὶς ἐποχὲς ἀλλάζει.
Δὲν γνωρίζω τὰ χούγια οὔτε τὴ φάτσα τοῦ μανάβη
—τὸ ὄνομά του εἶναι μιὰ ἐπιγραφή—
γνωρίζω ὅμως πὼς τοῦτες οἱ γιορτὲς καὶ ὁ μόσχος ὁ σιτευτὸς
τὸν περιμένουνε στοῦ λαβυρίνθου τὴν ἔξοδο
ὅπως ἄλλωστε καὶ ὅλα τὰ πουλιὰ
ποὺ κουράστηκαν νὰ τραβοῦν κουπὶ κόντρα στὸν ἑκάστοτε ἄνεμο.
Νεκρὸς ἢμην γὰρ καὶ ἀνέστην,
καὶ δοξασμένο νά ᾽ναι τοῦ Κυρίου τὸ ὄνομα,
τὸ ὄνομα ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τούτη ᾽δῶ τὴν καλή βροχούλα.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου