Κυριακή 7 Αυγούστου 2022

ΠΕΡΙ ΑΠΟΙΚΙΩΝ

 


PABLO NERUDA

 

ΠΕΡΙ ΑΠΟΙΚΙΩΝ

 

Ὁ αἰώνας αὐτὸς ἐπέστρεψε

τὰ χώματα ἐκεῖνα ποὺ εἴχανε καταβροχθίσει

οἱ προηγούμενες ἑκατονταετίες,

καὶ ἦταν θέαμα σὲ ὅλους ἀνοιχτὸ

νὰ βλέπουν αὐτορατορικὲς ἡγεμονίες

νὰ ξερνᾶνε, πλὴν ὅμως μὲ φειδώ,

τὶς ἀνεξαρτησίες ποὺ εἶχαν φάει,

τὶς σκοτεινὲς σημαῖες ποὺ εἶχαν καταπιεῖ,

τὶς μαῦρες ἢ τὶς κίτρινες ἐθνότητες

καὶ τὶς φυλὲς ἀφανισμένων βασιλείων.

 

Ἄλλη φορά, σὲ παιχνίδι καθαρό,

Κονγκολέζοι φορτωμένοι μυδράλλια

ἢ Βιετναμέζοι ἐξεγερμένοι

παραβίασαν τὸ πρωτόκολλο:

αὐτοὶ ποὺ ἤδη ἐγνώριζαν πῶς νὰ πεθαίνουν

γρήγορα ἔμαθαν καὶ πῶς νὰ σκοτώνουν.

 

Ἡ Ἰάβα, ὅπου πῆγα γιὰ νὰ ζήσω,

ἀνήλικος μέν ἀλλὰ καὶ σὲ ἡλικία γάμου,

τοὺς ἀποίκους της τοὺς ξεπάστρεψε ὅλους,

καὶ τρεῖς χιλιάδες νησιὰ ἔγιναν στάχτη·

πυρπολήθηκαν οἱ ὀρυζῶνες

καὶ γέμισαν ρουμπίνια τὰ τεμένη

ποὺ μὲ χρυσόπετρες ἤτανε χτισμένα,

ὅταν ἐχόρευαν οἱ ἀστραπὲς

ἀπὸ τὰ κρὶς μὲ τὴν κυματιστή τους λάμα.

 

Ἡ Κεϋλάνη, ποὺ τῆς ἄρεσε ν᾽ ἀλλάζει φῶς,

ἔλαμψε σάμπως θαλασσινὴ κηρήθρα

καὶ κροταλίζανε συνέχεια οἱ φοινικιές της.

 

Ἀπ᾽ τὶς ἐκρήξεις τῶν ἀποικιῶν

ὁ μισὸς αἰώνας ἄχνιζε-ἄχνιζε

σὰν μαῦρα σαπισμένα φροῦτα

μὲς στὴ σκλαβιὰ ὄντας τοῦ ἱδρώτα.

 

Ὅσα χέρια εἶχαν κοπεῖ,

μὲ τὸ ποὺ ξεκίνησε ἡ ἐποχή μας,

κολλῆσαν πάλι πάνω στὰ κορμιὰ

τῶν ἄθαφτων μὲ τὸ βουβὸ τὸ στόμα,

μὰ καὶ τῶν μανιασμένων μελλοθάνατων,

καὶ συνταράχτηκε ὅλη ἡ Ἀφρικὴ

σὰν ἐλέφαντας πυρπολημένος

στῆς κόλασης μέσα κάποιο μπουντρούμι.

 

Βγῆκαν ἔξω καὶ οἰ τελευταῖοι Βέλγοι,

τὴν ὕστατη ὥρα βγῆκαν καὶ οἱ Σκοτσέζοι,

καὶ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὸ πυκνὸ σκοτάδι

μὲ τὴ ματοβαμμένη του σιωπὴ

συνέχιζε ὁ Σαλαζὰρ ν᾽ ἁλυσοδένει

τὰ σκοῦρα μπράτσα τῆς Ἀγκόλας,

ἕως ὅτου ἦρθε ὁ θάνατος

νὰ κάτσει στὸ δικό του προσκεφάλι

καὶ νὰ τὸν βασανίζει, ἐπὶ τέλους,

μὲ τὰ ἴδια τὰ μαρτύρια πού ᾽χε ἐκεῖνος κάνει.

 

Τὶς ὧρες τοῦτες, ποὺ γράφω τοῦτα ἐγώ,

ψυχομαχάει ἀκόμα ὁ Σαλαζάρ,

καὶ μὲ λεπτότητα αἰτοῦμαι ἀπὸ τὸν Θάνατο,

μὲ ταπεινότητα, μὲ εὐγένεια,

νὰ μὴν τόνε σκοτώσει ἀκόμα.

Ἰδοὺ ἐδῶ, σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο,

στὸν Θάνατο πῶς γράφω τὰ αἰτήματά μου.

 

Σκότωσέ τον, Θάνατε, ἀργὰ-ἀργά:

προτοῦ νὰ τοῦ χυθεῖ τὸ ἕνα του μάτι,

τὸ μάτι του τὸ ἄλλο, τὸ σάπιο, ἂς φυλαχτεῖ

σὲ οὐροδοχεῖο ἢ σὲ μελανοδοχεῖο

καὶ δῶσ᾽ του το νὰ τὸ πιεῖ ὁ Σαλαζὰρ

κοκτέιλ μὲ καρφίτσες.

 

Παρακαλῶ σε, Θάνατε, νὰ παραχώσεις

τὸ ψυχρὸ σὰν ὕαινας συκώτι του

σὲ μιὰ μπάλα μέσα ποδοσφαίρου,

κι ἔτσι, δίχως νὰ τὸ ξέρει ὁ τύραννος,

χωρὶς νὰ ἔχει βγεῖ ἀπ᾽ τὸ κορμί του,

παιχνίδι νὰ τὸν κάνεις γιὰ τοὺς νέγρους

στὴς Ἀγκόλας τὰ δασύτριχα γήπεδα.

 

Καὶ σοῦ ζητάω, Θάνατε, τὰ πόδια του

νὰ διατηρήσουνε εὐαίσθητα σημεῖα

καὶ κάθε τόσο νὰ τοῦ καίγονται στὴ σάλτσα

πού θά ᾽χει γίνει ἀπὸ τ᾽ ἀφτιά του,

κι ἔπειτα νὰ στάζουνε χοντρὲς-χοντρὲς σταγόνες,

καθὼς θὰ λειώνουνε στὴν κόλαση,

στὴν κόλαση ἐκείνη ποὺ ὁ τύραννος

ἔχει ἀνάψει, λαοὺς νὰ βασανίζει.

 

Καὶ δίχως νὰ διστάσεις, Θάνατέ μου, πέτα

στὰ ἀφρικανικὰ μυρμήγκια

τοὺς ὄρχεις τοῦ τυράννου:

τὰ δυό του ἀρχίδια τὰ ξερὰ

νὰ τὰ μασᾶνε, νὰ τὰ τρῶνε

ἔντομα μυριάδες ἀδηφάγα.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου