OLGA OROZCO
ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΔΕΙΣ
Μάνα, τὸ ἀφημένο παιδί σου εἶναι αὐτὸ ποὺ σὲ φωνάζει,
ποὺ μὲ μιὰ κραυγὴ γκρεμίζει τὴ νύχτα καὶ σὰν πεσμένη αὐλαία τὴ σέρνει στὰ πόδια σου,
γιὰ νὰ μὴ μείνεις ἐκεῖ, στὴν ἄλλη, στὴν ἀποκεῖ πλευρά,
ὅπου ὁλομόναχη πᾶς στὰ τυφλὰ νὰ μὲ ἀποκρυπτογραφήσεις μέσα ἀπὸ ἕναν τοῖχο φαντασμάτων καμωμένων μὲ τυφλὸ πηλό.
Μάνα, οὔτε κι ἐγὼ σὲ βλέπω,
γιατὶ τώρα σὲ σκεπάζουν οἱ παγωμένες σκιὲς τοῦ ἥσσονος χρόνου καὶ τῆς μείζονος ἀπόστασης,
καὶ δὲν ξέρω ποῦ νὰ πάω νὰ σὲ βρῶ,
ἴσως γιατὶ ποτὲ δὲν ἔμαθα ἐγὼ νὰ σὲ χάνω.
Βρίσκομαι ὅμως ἐδῶ, στὸ βάθρο μου ποὺ τό ᾽κοψε στὴ μέση ὁ κεραυνός,
κι ἔχω γίνει ἄγαλμα ἀπὸ ἄμμο,
μιὰ χούφτα στάχτη, γιὰ νὰ μοῦ χαράξεις ἐκεῖ τὸ σημάδι,
τὰ σημεῖα ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ συνεννοούμαστε πάλι.
Βρίσκομαι ἐδῶ, μὲ τὰ πόδια μπερδεμένα στὶς ρίζες τοῦ πενθοῦντος αἵματός μου,
χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ κινηθῶ, νὰ κάνω βῆμα.
Ὁπότε ἔλα ἐσὺ νὰ μὲ βρεῖς, ἔλα στὴ μέση αὐτοῦ τοῦ δάσους τῶν παραισθήσεων,
ὅπου τὸ κάθε τρίξιμο εἶναι ὁ θρῆνος σου,
ὅπου τὸ κάθε φτερούγισμα εἶναι ἐξορίας διεκδίκηση ποὺ ἀδυνατῶ νὰ καταλάβω,
ὅπου κάθε κρύσταλλος χιονιοῦ εἶναι τῆς αἰωνιότητάς σου ἀπόσπασμα,
καὶ κάθε ἀναλαμπὴ ἡ λάμπα ποὺ ἀνάβεις γιὰ νὰ μὴ χαθῶ στὶς σήραγγες αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Καὶ ὅλα συγχέονται.
Καὶ ἡ ζωή σου καὶ ὁ θάνατός σου μπερδεύονται μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴ ζωή μου σὰν τῶν ἐφιαλτῶν τὰ προσωπεῖα.
Καὶ ἀγνοῶ ποῦ βρίσκεσαι.
Μάταια σὲ καλῶ ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης, τοῦ οἴκτου ἢ τῆς συγγνώμης
σὰν ἐκεῖνον ποὺ χαϊδεύει κάποιο φυλαχτό,
μιὰ πέτρα ποὺ κλείνει ἐντός της μιὰ σταγόνα αἷμα, αὐτὴν ποὺ μπορεῖ νὰ ζωντανέψει ἀκόμα καὶ στὸ πιὸ ἀπίθανο ὄνειρο.
Τίποτα — ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα νύχι στυγνότατης θλίψης ποὺ χρόνων ἀλλοτινῶν χαράζει τὸ ὕφασμα
γιὰ ν᾽ ἀποκαλυφθεῖ ἕνα τραπέζι ὅπου κόβεις τὸν ἐπιούσιο,
ἕνα δωμάτιο ὅπου μὲ χέρια ὑπομονετικὰ ἰσιώνεις τὶς ζάρες ποὺ σκάβουν στὴν ψυχή μου ὁ πυρετὸς καὶ ὁ τρόμος,
μιὰ σάλα ποὺ ξαφνικὰ ὀμορφαίνει γιὰ τὴ γιορτὴ ὅπου θὰ σὲ δῶ νὰ διαβαίνεις
φορώντας φωτοστέφανο ὑπερήφανης τρυφερότητας,
ἕνα κρεβάτι ὅπου γυρνᾶς ἀπὸ τὸν θάνατο ἁπλῶς καὶ μόνον γιὰ νὰ μὴν ὑποφέρουμε, γιὰ νὰ μὴν πονᾶμε
πάρα πολύ.
Ὄχι. Δέν θέλω, ἐγὼ δὲν θέλω νὰ βλέπω.
Δὲν θέλω νὰ μάθω ξανὰ τῆς τύχης τὸ ὄνομα τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ σοῦ χαλᾶνε τὴν ὄψη τρύπες τεράστιες,
οὔτε νὰ νιώσω πὼς τὸ κορμί σου συγκρατεῖ καὶ πάλι αὐτὴ τὴν ἀπέλπιδα παλίρροια ποὺ τὸ κουβαλάει,
γιὰ μιὰν ἀκόμα φορά,
γιὰ νὰ μὲ τυλίξει, λὲς καὶ θά ᾽ναι γιὰ πάντα, σὲ παρηγοριὲς μέσα καὶ σὲ ἀποχαιρετισμούς.
Δὲν θέλω ν᾽ ἀκούσω τὸν θόρυβο τοῦ θρυμματιζόμενου κρύσταλλου,
οὔτε τὰ σκυλιὰ ποὺ ἀλυχτᾶνε στὶς ζοφερὲς γάζες ἐπάνω,
οὔτε νὰ δῶ μὲ ποιὸν τρόπο ἐσὺ δὲν εἶσαι, δὲν ὑπάρχεις.
Μάνα, μάνα, ποιός χωρίζει τὸ αἷμα σου ἀπὸ τὸ δικό μου;
Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ σπάζει σὰν τεντωμένη χορδὴ στὰ σωθικὰ χτυπώντας;
Ποιός ταλαίπωρος μέγας πλανήτης ρίχνει τὸν ἴσκιο του πάνω σὲ ὅλα τῆς ζωῆς μου τὰ χρόνια;
Ὤ, Θεέ μου! ἐσὺ ἤσουν, ὅταν μάθαινα γιὰ κείνη τὴ λησμονημένη χώρα ἀπ᾽ ὅπου ἦρθα,
ἤσουν σὰν τὸ στήριγμα στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου,
σὰν παλμὸς μὲς στὰ σκοτάδια.
Ποῦ νὰ ψάξω νὰ βρῶ τώρα τῶν ἡμερῶν μου τὸ θαμμένο κλειδί;
Ποιόν νὰ ρωτήσω γιὰ τὸ ἀξεδιάλυντο τῶν ὀστῶν μου μυστήριο;
Ποιὸς θὰ μ᾽ ἀκούσει, ἂν δὲν μὲ ἀκοῦς ἐσύ;
Καὶ κανεὶς δὲν μοῦ ἀποκρίνεται. Καὶ φοβᾶμαι, φοβᾶμαι.
Οἱ ἴδιοι φόβοι τριάντα χρόνια τώρα.
Γιατὶ μέρα μὲ τὴ μέρα κάποιος προσωπιδοφόρος παίζει μέσα μου μὲ τὶς παραισθήσεις καὶ τὸν θάνατο.
Περπατῶ, πηγαίνω ἐγὼ στὸ πλευρό του καὶ σπρώχνω μὲ τὸ χέρι μου τούτη τὴν τελευταία πόρτα,
τὴν πόρτα ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ κλείσει ἡ γέννησή μου,
καὶ ποὺ τὴ φυλάω ἐγὼ ἡ ἴδια φορώντας τὴ στολὴ τοῦ νεκροφύλακα.
Νὰ σοῦ πῶ νὰ μάθεις; Ἔφτασα πολὺ μακριά, ξέρεις, τοὐτη τὴ φορὰ ἐγώ.
Στὴ χορωδία, ὅμως, τῶν φωνῶν ποὺ ἀντηχοῦν σὰν θάλασσα θαμμένη,
δὲν ὑπάρχει ἐκείνη ἡ φωνὴ ποὺ εἶναι φύλλο σκοτεινὸ καὶ πάντα τσακισμένο ἀπ᾽ τὴν ἀγάπη ἢ τὴν ὀργή·
στὶς λιτανεῖες τοῦτες ποὺ ἀνάβουν ξαφνικὰ σάμπως κεράκια τῆς στιγμῆς
δὲν βλέπω νὰ φωτίζεται τὸ χρῶμα ἐκεῖνο πού ᾽ναι χρυσαφωμένος ἀπ᾽ τὸν ἥλιο ἀφρός·
δὲν ὑπάρχει ριπὴ ἀνέμου νὰ μοῦ ζεματίσει τὰ μάτια μὲ τὴ γεμάτη ρετσίνι ὀσμή σου·
οὔτε ζέση κὰν δὲν μὲ τυλίγει μ᾽ ἐκείνη τὴ συμπόνια ποὺ ἐμφύσησες ἐσὺ στὰ κόκαλά μου.
Τότε, ποῦ εἶσαι τότε; Ποιός σ᾽ ἐμποδίζει νὰ ᾽ρθεῖς;
Ξέρω, ἐγὼ ξέρω πώς, ἂν μποροῦσες, θὰ μοῦ ἐχάιδευες τὸ κεφάλι μου τῆς ὀρφανῆς.
Κι ὡστόσο ξέρω ἐπίσης ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ συνεχἰσεις νά ᾽σαι μόνη σου,
νά ᾽σαι σὰν αὐτὴ ποὺ ἐπιμένει νὰ μένει στὴν ἴδια της μέσα τὴ μνήμη,
ἡ βαλσαμωμένη, γύρω ἀπ᾽ τὴν ὁποία πετοῦν σὰν τὰ κοράκια κάτι παλιοκούρελα ποὺ τὰ ταΐζει, που τὰ τρέφει τὸ πένθος.
Καὶ μολονότι ἐκτίεις τὴν τρομερὴ καταδίκη νὰ μὴ μπορεῖς νὰ εἶσ᾽ ἐδῶ, σὰν σὲ φωνάζω,
δὲν ἀμφιβάλλω καθόλου πὼς εἶσαι σὲ κάποια γωνιὰ καὶ νοιάζεσαι καὶ πάλι γιὰ τὴν οἰκογένεια,
ἢ μοῦ τακτοποιεῖς τὶς σκιές,
ἢ κόβεις ἐκεῖνα τὰ κλαδιὰ τῆς πάχνης ποὺ στολίζουν τὸν κόρφο σου γιὰ νὰ τ᾽ ἀκουμπήσεις κάποια μέρα στὸ πλάι μου,
ἢ πολεμᾶς νὰ μαντάρεις μὲ κλωστὴ ἀτελείωτη τῆς καρδιᾶς μου τὸ πελώριο τραῦμα.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου