MAX JACOB
ΕΞΕΡΧΕΣΑΙ;... [ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΥΝΤΟΜΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ]
Ἐξέρχεσαι; τὴν ἀσθένειά σου πᾶς νὰ διαπιστώσεις; Οἱ τροχοφόροι φανοστάτες σὲ κόβουν μὲ τὸ μάτι τους καλὰ-καλὰ καὶ ἡ ζυγοσταθμίστρια ζέβρα σταματάει πιὰ νὰ σὲ ζαλίζει.
*****
Δηλώνω ὅτι εἶμαι παγκόσμιος, ὠοτόκος, καμηλοπάρδαλη, σινοφοβικὸς καὶ ἡμισφαιρικός, καὶ ὅτι ἔχω κορακιάσει. Ποτίζομαι στὶς πηγὲς τῆς ἀτμόσφαιρας ποὺ γελάει συγκεντρωτικὰ καὶ τὴν ἀτζαμοσύνη μου κλάνει.
*****
Καὶ ὅταν ἀπ᾽ τὸν πολωνὸ οὐλάνο, ἀπὸ τὰ κατατσακισμένα μέλη του, ἀπ᾽ τὴ σπασμένη του μποτίλια, δὲν θὰ τοῦ ᾽χει πιὰ μείνει παρὰ μόνο τό ᾽να του μάτι, τὸ μάτι αὐτὸ θὰ τραγουδάει τοὺς Δυὸ γρεναδιέρους.
*****
Τί σοῦ λείπει, γερανέ, γιὰ νά ᾽χεις φάτσα σὰν τοῦ κοτόπουλου τὸν κῶλο; Τ᾽ ἄντερα — αὐτὸ ᾽ναι ὅλο κι ὅλο! Καὶ γιὰ νά ᾽χεις στρουθοκαμήλου φάτσα; Τῆς κότας τὸ κρέας στὴν ταράτσα.
*****
Ὁ τροχιστὴς τῶν ψαλιδιῶν (ὁ θάνατος λέω) φοράει ζουρλομανδύα· ἔχει βγάλει τὸ φοδραρισμένο καὶ μὲ κόκκινη κλωστή —στοῦ κερασιοῦ τὸ χρῶμα— ραμμένο παλτό του, γιατὶ θέλει νὰ νὰ τροχίσει ἕνα μεγάλο δρεπάνι. Τὸν σταματάει μιὰ πεταλούδα καθισμένη στὸν τροχό του.
*****
Τ᾽ ἄσπρα της μπράτσα (ὤ, ἡ λευκώλενος) ἔγιναν ὁ ὁριζοντάς μου ὁλόκληρος.
*****
Ρόδο εἶναι ἡ πυρκαγιὰ στὴν ἀναπεπταμένη οὐρὰ τοῦ παγονιοῦ.
*****
Μιὰ παρτίδα ντόμινο ἐπὶ τάπητος ἀνακαλοῦσε στὸν νοῦ τὸν Θάνατο, καὶ ἡ λευκὴ ποδιὰ τῆς ὑπηρέτριας δὲν ἀρκοῦσε γιὰ ν᾽ ἀποδιώξει τούτη τὴν ἰδέα.
*****
Ὀνειρεύτηκα ὅτι οἱ μοναχὲς εἶχαν φυτεμένα παρτέρια στὴν Ἁγία Καρδία, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἀγαπάει τὴ γῆ, καὶ τὴ ραίνει μὲ χαρτοπόλεμο, ἐπειδὴ ἀγαπάει καὶ τὴ χαρά.
*****
Πορτρέτο παπποῦ ἀπὸ παιδὶ πεντάχρονο: κεφάλι βοδιοῦ ποὺ καπνίζει πίπα. Ἡ οἰκογένεια, τὸ σόι ὅλο μαγεύεται· ὁ παπποῦς τσαντίζεται.
*****
Ἦταν δύο ἡ ὥρα τὸ πρωί: ἦσαν κομψὲς καὶ οἱ τρεῖς γηραιὲς κυρίες, ὅπως συνηθιζότανε πενήντα χρόνια πίσω· ἐσθῆτες μὲ μαύρη δαντέλα, καπελάκια μὲ δερμάτινη κορδέλα, καμέες, ροῦχα μαῦρα μεταξένια γιὰ νὰ τονίζονται οἱ πτυχὲς τοῦ ὑφάσματος. Τὸ πεζοδρόμιο ἦταν ἔρημο καὶ τὰ βουρκωμένα ἀπὸ τὰ δάκρυα μάτια τους σηκώνονταν και κοίταζαν πρὸς ἕνα παράθυρο, οἱ κουρτίνες τοῦ ὁποίου ἀχνοφωτίζονταν κάπως.
*****
Ἂν βάλεις τ᾽ ἀφτί σου δίπλα στὸ τὶκ-τὰκ τοῦ ἀφτιοῦ σου, θ᾽ ἀκούσεις καλὰ μέσα σου κάτι ποὺ δὲν εἶσαι ἐσύ, ἀλλὰ εἶναι ἕνας δαίμονας ἢ ὁ ἴδιος ὁ Διάβολος.
*****
Ὅταν φτιάχνεται ἕνας πίνακας, ἡ κάθε πινελιὰ τὸν ἀλλάζει ὁλόκληρον, γυρνάει σὰν κύλινδρος καὶ εἶναι σχεδὸν ἀτελείωτος. Ὅταν παύει νὰ γυρίζει, τότε εἶναι πιὰ ἕτοιμος. Τὸ τελευταῖο μου ἔργο ἔδειχνε ἕναν πύργο τῆς Βαβὲλ νὰ φωτίζεται ἀπὸ φλόγες.
*****
Στὸ Βέλγιο, στὰ καπνοπωλεῖα, οἱ πήλινες πίπες εἶναι παρατεταγμένες στὰ ράφια κατὰ ἑκατοντάδες σχηματίζοντας μιὰ βεντάλια ποὺ φτάνει ἴσαμε τὸ ταβάνι. Κάποιο βελγάκι ἐκεῖ μοῦ εἶπε ὅτι ἔτσι εἶναι καὶ τὰ φτερὰ τοῦ διαβόλου.
*****
Ἡ Αὐγουστίνα ἦταν ὑπηρέτρια σὲ κάποιο ἀγρόκτημα, ὅταν τὴν πρόσεξε ὁ Πρόεδρος. Γιὰ ν᾽ ἀποφευχθεῖ τὸ σκάνδαλο, τῆς ἀπένειμε πρῶτα ὅλα τὰ ἀναγκαῖα πιστοποιητικὰ τίτλων μαζὶ μὲ τὸ δίπλωμα τῆς καθηγήτριας, κι ἔπειτα τῆς πρόσθεσε ἕνα de στὸ ἐπώνυμό της καὶ τῆς ἔδωσε κάμποσα χρήματα, καὶ ὅσο περισσότερα τῆς ἐπιδαψίλευε, τόσο πιὸ ἄξια ἦταν αὐτὴ γιὰ ἐκεῖνον. Φτωχὸς βρετόνος χωρικὸς ἐγώ, ἀπονέμοντας στὸν ἑαυτό μου τὸν τίτλο τοῦ δούκα καὶ χορηγώντας μου τὸ δικαίωμα νὰ φοράω μονύελον, κατάφερα νὰ μεγαλώσω τὸ μπόι μου καὶ τὴ σκἐψη μου τόσο, ποὺ οὐδέποτε θὰ δυνηθῶ νὰ εἶμαι ἄξιος τοῦ ἑαυτοῦ μου.
*****
Εὐμεγέθεις καὶ βαριοὶ καρποὶ σὲ νανόδεντρο, ὄντως ἀσήκωτοι ἀπὸ δαῦτο. Μέγαρο ἐπάνω σὲ μικρούτσικη βραχονησίδα. Τέχνη σὲ ἔθνος ὑπέρμετρα καθαρὴ γιὰ τὸ ἔθνος τοῦτο.
*****
Ἕνα ἄλογο τό ᾽σκασε ἀπ᾽ τὰ ἱπποφορβεῖα τοῦ Ἰνστιτούτου. Τὸ φαρὶ λοιπὸν σταματάει κάπου κοντὰ στὴ γέφυρα. Ὁ Ναπολέων Α´ τρέχει ξοπίσω του. Ὁ θαλαμηπόλος του, ὀνόματι Πεταλωτής, μὲ βαθμὸ στρατηγοῦ παρακαλῶ, προφταίνει τὸν Αὐτοκράτορα ποὺ ᾽χει ξεχάσει τὸ γιλέκο καὶ τὴ μποτίλια του μὲ τὸ ρούμι, ρούμι ἀπ᾽ τὴ Ρώμη φερμένο.
*****
Μι᾽ ἀρκούδα ποὺ ἐχόρευε ἄφησε τοῦ χωριοῦ τὴν πλατεία καὶ πῆγε νὰ κατουρήσει σὲ μιὰ μάντρα.
*****
Ὅποτε ροχαλίζεις, ὁ ὑλικὸς κόσμος ξυπνάει τὸν κόσμο τὸν ἄλλο.
*****
Κατεβαίνοντας τὸν δρόμο τῆς Ρέν δάγκωνα τὸ ψωμί μου καὶ τὸ μάσαγα μὲ τέτοια συγκίνηση, ποὺ μοῦ φάνηκε ὅτι καταξέσκιζα τὴν καρδιά μου.
*****
Ἕνας βάτος μὲ χρῶμα ἀχνὸ γαλάζιο εἶναι καμπαναριό στὸ σεληνόφως.
*****
Στὴν κορδιγιέρα τῶν Ἄνδεων, ἐπάνω ἀπ᾽ τοὺς λυκίσκους, φυτρώνουν σταφύλια ποὺ δὲν τὰ ξεχωρίζεις κάν.
*****
Οἱ ἁλυσίδες λάμπουν, ἀλλὰ οἱ ὄστιες, ποὺ εἶναι μῆλα, δὲν λάμπουν: ἔχουν ἁπλῶς γυαλάδα.
*****
Τίποτ᾽ ἄλλο δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο οἱ κορυφὲς τῶν δέντρων, τίποτ᾽ ἄλλο δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο ἡ ἄκρη τῆς στέγης τοῦ σπιτιοῦ, τίποτ᾽ ἄλλο δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο ἕνας ἄρρωστος πισινός, ποὺ ἰσχυρίζεται κάτι ἐσφαλμένο, γιὰ νὰ μάθει τὴν ἀλήθεια, κι ἔχει δίκιο.
*****
Κάποιο περιοδικό, γιὰ ν᾽ ἀποδείξει τὴ σπουδαιότητα τῆς ὑπηρεσίας παρασκευῆς γευμάτων στὸν οἶκο Ρότσιλντ, παρουσίασε τὴν ἐν λόγῳ οἰκογένεια διὰ βραχέων νά ᾽χει στηθεῖ μπροστὰ σ᾽ ἕναν τεράστιο σωρὸ μὲ σερβίτσια φαγητοῦ. Ἕνας ἀναγνώστης ἐξετάζει τὰ μυρμήγκια μὲ μεγεθυντικὸ φακό.
«Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἑρρίκος; Αυτὸς εἶναι ὁ Ἑρρίκος;»
*****
Κατὰ τὴ διάρκεια ἑνὸς ταξιδιοῦ στὴν Ἀλγερία μὲ τὴν Ἡγερία του, τὴν Αὐτοκράτειρα, ὁ αὐτοκράτωρ Ναπολέων Γ´ χρειάστηκε νὰ τὸ βάλει στὰ πόδια φορώντας τὴ μεγάλη ἐπίσημη στολή του καὶ περνώντας μέσα ἀπὸ ἕνα μαγγρόβιο δάσος. Ὅ,τι κυρίως αὔξανε τὸν μαρασμὸ ὀφειλόταν στὸ ὅτι ὁ Αϲὐτοκράτωρ φοροῦσε μπότες ποὺ πολὺ τὸν ἐστένευαν.
*****
Τὸ παιδί, τὸ παιδί, ὁ ἐλέφαντας, ὁ βάτραχος καὶ τὸ πεσμένο μῆλο.
*****
Τὸ περισκόπιο τῆς Μεντάνας εἶναι κάποιο ὑπόγειο σπήλαιο: πλαισίωση ἀπὸ βράχους, κομψὸ ὀρθογώνιο. Ἡ λίμνη εἶναι ἀπὸ σινικὴ μελάνη καὶ γεμίζει τὸ κάδρο· δύο σεραφείμ, μαῦρα στὴν ὄψη, λοξοτσουγκρίζουν τὰ κεφάλια τους δεξιὰ καὶ ἀριστερά· δίκην κορνίζας, στὴν κρηπίδα τῆς βραχώδους στήλης καὶ πάνω στὰ σκαλοπάτια, βρίσκεται ἕνας γραφειοκράτης μὲ ζακέτα, μικρότερη ἀπ᾽ τὸ φυσικό του μέγεθος, καὶ ξύνει τὴ φαλάκρα του. Τὸ ὅλον μυρίζει βιτρίνα, καὶ πρόκειται γιὰ τὸ περισκόπιο τῆς Μεντάνας.
*****
Τὸ ζερβὸ καὶ καμπούρικο πουλὶ ποὺ τὸ λένε Νεκροσκοπεῖο φτιάχνει τὴ φωλιά του ἀποκλειστικὰ μὲ στάχυα σταριοῦ καὶ τὴ στολίζει μὲ καπουτσίνους οὐρανοκατέβατους καὶ ἐκτὸς κειμένου.
*****
Ἀλληλούια
Κάτω ἀπὸ τὰ κωνοφόρα ὁ πρίγκιψ Λουζινιὰν
τῆς παλλακίδας του ἤτανε ὁ ἐραστής
Μύριζε τὸ ὅλον ναφθαλίνη
δὲν εἶχαν βγεῖ ἀπ᾽ τὸ λιμάνι
καὶ βρομοῦσε ἀκόμα.
*****
Ἂν θὲς νὰ τσουλήσεις στὸ γαλάζιο μὲ κατεβασμένο τὸ κεφάλι, ὑπάρχουν πολιθρόνες μὲ μηχανικὰ ροδάκια.
*****
Ἕνας σπουργίτης ξεπλέκει πάνω στὸ στῆθος τοῦ Κυρίου Ἡμῶν τῆς δαντέλας τὰ νήματα.
*****
Δεματιάζουν σανὸ στὸ περίπτερο τῆς Ἀρμενοβίλ.
*****
Σὲ τοῦτο τὸ βρετόνικο δάσος ὅπου προχωράει ἡ ἅμαξα ὑπάρχει μόνο ἕνας ἄγγελος-πειραχτήρι: εἶναι μιὰ κοκκινοντυμένη χωριάτισσα, πού ᾽χει σκαρφαλώσει στὰ κλαδιὰ καὶ γελάει ποὺ ἀγνοῶ τὴν κέλτικη γλώσσα της.
*****
Γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τὸν συγγραφέα ποὺ τοὺς ἐχάρισε τὴ ζωή, οἱ ἥρωες ποὺ δημιούργησε τοῦ κρύβουν τὸν κονδυλοφόρο του.
*****
Γύρω-γύρω στὸ γιαλό, καὶ στὸν Βορρᾶ καὶ στὸν Νότο, πίσω ἀπὸ κάθε βράχο κατοικεῖ ἀδελφὸς ἢ ἀδελφὴ τοῦ Ναπολέοντα.
*****
Στοῦ ὁρίζοντα τὴν ἄκρη-ἄκρη. Ἥλιε μου, μάζεψε τώρα ὅλες τὶς κοκκινωπὲς καὶ ἄσπρες αἰῶρες! Τὴ δική μου ὡστόσο δὲν θά τὴν ἔχεις. Εἶναι ἀπὸ κεχριμπάρι καὶ τὴν ἔχουνε κεντήσει μὲ ἀχάτη, ἀπὸ τούτη τὴν πλευρὰ ποὺ μιλάω, τουλάχιστον.
Τίτλος: ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΛΕΩΦΟΡΟΥ.
*****
Ἡ βίδα, αὐτὴ ποὺ σέρνεται γύρω ἀπὸ τὴ σπείρα· αὐτὴ ποὺ ἐκφράζεται στὰ ἄκρα: τὸ βίτσιο.
*****
Οἱ ἄσπροι βράχοι θημωνιασμένοι καὶ ὁ ἀλπινιστὴς τούτων ἐδῶ τῶν σύννεφων: τὸ ἀερόστατο.
*****
Ὁ ἀστραπιαῖος, ὁ κεραυνοβόλος ἀρχάγγελος δὲν εἶχε τὸν ἀπαραίτητο χρόνο νὰ ξεσφίξει τὴ γραβάτα του· τοῦ εἶχαν πεῖ νὰ προσεύχεται κι ἄλλο.
*****
Ὁμίχλη, τῆς ἀράχνης ἄστρο.
*****
Ἡ αὐγή, στὸν ὁρίζοντα, εἶναι καθρέφτης ἀπὸ καλάι ποὺ ἐκσφενδονίζει μι᾽ ἀνταύγεια χτυπώντας κάποιο σπίτι.
*****
Κοστούμι πιερότου, καὶ ἦταν ἀπὸ περκάλι, μὲ παντελονάκι πάρα πολύ κοντό — οὔτε στὰ γόνατα καλὰ-καλὰ δὲν ἔφτανε. Παρὰ τὶς ἀμφιβολίες μου τὸ νοίκασα, διεκδικώντας το μαζὶ μὲ κάποιον λοχία. Καὶ βρῆκα νά ᾽χει γράμματα, ναί!, γράμματα ποὺ θὰν τὰ δημοσιεύσω, ὅταν τὸ κατάστημα γκρεμιστεῖ ἢ ὅταν πεθάνει ὁ λοχίας.
*****
Παῖξτε ρίχνοντας σφαίρα, τῆς σκάλας σκαλοπάτια. Δονούμενη ἡ σφαίρα μένει πάρα πολλὴ ὥρα στὸν ἀέρα καὶ πέφτει στὴν κινούμενη κοιλιὰ εἴτε τῆς σκάλας εἴτε τοῦ ἀκορντεόν.
*****
Τὰ πατώματα μὲ μωσαϊκὸ προσποιοῦνται τὸ ἀνάγλυφο γιὰ νὰ μὲ κάνουν νὰ χάσω τὴν ὅποια μου σταθερότητα. Ὦ τῶν ἀρχιτεκτόνων μοχθηρία!
*****
Στὰ πόδια τοῦ κρεβατιοῦ τὸ ἐρμάρι, ποὺ κλείνει μὲ τζάμι, εἶναι ἡ λαιμητόμος, ὅπου μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς τὰ δυό μας ἁμαρτωλὰ κεφάλια.
*****
Στὸν Σηκουάνα οἱ ὑδραντλίες φτάνουν πολὺ ψηλά, φτάνουν στὸ ὕψος τῶν πύργων. Κι ἐγὼ χάθηκα στὸν λαβύρινθο ἑνὸς ὑδατοφράχτη καὶ μιᾶς γέφυρας.
*****
Γελάστηκες, καλέ μου ἄγγελε, γελάστηκες καὶ μοῦ πετᾶς τοῦτα τῆς παρηγοριᾶς τὰ λόγια — ἀπὸ χαρὰ ἔκλαιγα ἐγώ, ἀπὸ χαρά.
*****
Πιτσιλάει ὁ πίδακας τοῦ μελανοδοχείου! Καὶ δὲν φτιάχνει βάτραχο, ἀλλὰ ἕναν μικρούλη διευθυντὴ ὀρχήστρας ποὺ δείχνει τὴ σκηνὴ καὶ τὸ κάτω μέρος μιᾶς λευκῆς ἐνδυμασίας.
*****
Ὥστε λοιπὸν αὐτοὶ πιστεύουν ὅτι στὴν καρδιά μας ἔχουμε τροῦφες!
*****
Πηδῆξτε χορεύοντας σκοινάκι, ὅταν κατεβαίνετε τὴ σκάλα, χωρὶς τὰ πόδια σας νὰ τὸ ἀκουμπᾶνε.
*****
Παραβίαση ἀρχῶν: ὁ προλετάριος πέφτει σὲ περισυλλογή.
*****
Τόσος κόσμος ποὺ μ᾽ ἀγαπάει μὲ περιμένει στὴ γέφυρα τοῦ πλοίου — μὰ πῶς νὰ σκαρφαλώσω ἐγὼ ἐκεῖ πάνω;
*****
Τούβλινος τοῖχος: βιβλιοθήκη!
*****
Τὸ πρέκι ἀνάμεσα στὶς κουρτίνες δὲν εἶναι ὁδὸς διαφυγῆς τοῦ καπνοῦ, ὄχι! — εἶναι γιὰ να ξεγλιστροῦν οἱ γαλάζιοι ἄγγελοι ποὺ χορεύουνε.
Τὸ πυροβολικὸ τῆς Ἱερᾶς Καρδίας ἢ ὁ ἐκκανονισμὸς τῶν Παρισίων.
*****
Τὰ φατνία μιᾶς τούλινης αὐλαίας εἶναι τὸ πῶς φαντάζομαι ἐγὼ τὰ σπίτια τῆς Νέας Ὑόρκης.
*****
Ὁ ἥλιος εἶναι φτιαγμένος μὲ δαντέλες.
*****
Μιὰ γωνία μὲ μπλὲ ἀχνὸ κάλυμμα, μιὰ γωνία μὲ γούνα σὰν οὐράνιο κράσπεδο σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ πόλου.
*****
Ὑπάρχουν τόσα κοράλια καπιστρωμένα, ποὺ τὸ νερὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μακριά: τὰ κοράλλια εἶναι τὰ μαλλιά, τὸ δὲ νερὸ εἶναι αὐτὸ τὸ τοπάζι στ᾽ ἀφτί.
*****
Ὁ Ζουάβος, ποὺ εἶχε γνωρίσει τὸν αἰώνα, μοῦ μιλοῦσε ὑποκλινόμενος στὴ λύπη: «Στὴν Ἀλγερία βγαίναμε περιπάτους μὲ τ᾽ ἁμάξια καὶ κοιτάγαμε τὰ μουστάκια μας σὲ καθρεφτάκια τσέπης ποὺ εἴχαμε, μά, ὅταν βγάζαμε χαρτὶ νὰ στρίψουμε τσιγάρο, εἶχε μερικὲς φορὲς πιτσίλες ἀπὸ αἷμα».
*****
Ἡ φλόγα τοῦ χεριοῦ του ἐπιζητεῖ νὰ ξαναβρεῖ τὸ προφίλ του. Τὸ σῶμα του εἶναι πλάτη καρέκλας, κοινῶς ἐρεισίνωτον· τὰ γόνατά του εἶναι τὰ πόδια λιπόσαρκου θρόνου. Τὸ σκῆπτρο του, ποὺ πάει καὶ τὸ τρακάρει μὲ τὸ ἀκίνητό του φλάουτο ἕνας ἄλλος ἀρλεκίνος ποὺ χορεύει, τό ᾽χει ἀκουμπισμένο ἀδιάφορα πάνω στὸν ὦμο του.
*****
Καράβι μοιάζει ὁ ποιητὴς ὁ γερασμένος
καὶ σὰν ντάλια εἶναι τὸ ποίημα ποὺ ἀσμένως
διαβάζει, φορώντας λιλά, ἡ Νταλίλα, ἡ Νταλίλα.
*****
Τοῦ κόσμου ἡ σπονδυλικὴ στήλη εἶναι κροκόδειλος, τὸ δὲ διάδημά του σιδηροτροχιά. Κάτι μιναρέδες ἔχει γιὰ δόντια καὶ τὸ μαντήλι του εἶναι τῆς Θαΐδας ἡ ἐσθήτα εἴκοσι φορὲς διπλωμένη.
*****
Ὅταν ἐγύρισε ὁ ἀδερφός μου ἀπὸ τὸ ταξίδι, μὲ ἀγκάλιασε καὶ μοῦ εἶπε: «Τί διαβάζεις; ἢ μᾶλλον, πόσων χρονῶν εἶσαι; διότι ἀπ᾽ τὰ βιβλία καταλαβαίνεις καὶ τὴν ἡλικία». Ἦταν ὁ Παθιασμένος χατζής, ἔργο τοῦ συγγραφέα ποὺ ἔχει γράψει τὴ Σκοτσέζα χατζίνα.
*****
Εἶναι μιὰ γωνιὰ τοῦ δρόμου. Οἱ ἱερεῖς γκρεμοτσακίζονται ἐκεῖ σὰν τὸ κρασὶ στὸ χωνί, ἔχουνε κορδέλες ποὺ τοὺς κρατοῦν τὰ καλυμμαύχια καὶ χέρια ποὺ τοὺς κρατᾶνε τὶς κορδέλες. Κι ἔχουν ἁπαξάπαντες πονόδοντο.
*****
Ξανάδα τὸν παλιό μου καθηγητὴ τῆς ρητορικῆς νά ᾽ναι μὲ κάποια γυναίκα. Εἶδα μόνο τὰ κεφάλια τους, καθὼς ἔτρωγαν ἐκλεράκια μὲ σοκολάτα χωρὶς ἰδιαίτερη εὐχαρίστηση πάντως: τῆς πλήξης εἶδα τὴν κεφάλα καὶ τῆς ἐντολῆς τὸ κεφαλάκι. Ἄχ, ἄχ, ἡ ρεβὰνς τῆς ἀνθρωπότητας ἐπὶ τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν! Ἀλλὰ ἐγὼ συγκρατήθηκα καὶ δὲν γέλασα ἐκδικητικά: διότι ἐδῶ πρόκειται γιὰ τὴ ρεβὰνς τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν ἐπὶ τῆς ἀνθρωπότητας.
*****
Ὅπως τὰ καλάμια ποὺ γέρνουν πάνω ἀπ᾽ τὸ νερὸ τοῦ βάλτου, ἔτσι πέφτει καὶ ἡ βροχὴ στὰ κοιλώματα μεταξὺ τῶν βουνῶν, ὅπου καὶ ξαπλώνει ἡ κοιλάδα. Δὲνε εἶναι μακριὰ οἱ καταρράκτες.
*****
Ἡ μαυροκαπνισμένη πλάκα ἀπὸ χυτοσίδηρο δείχνει ἕνα κλαδὶ δέντρου καί, κάτω ἀπ᾽ τὸ κλαδί, ἕναν ἱππότη καὶ μι᾽ ἀμαζόνα. Σ᾽ ἔναν γήλοφο τοὺς περιμένει κάποιος ὑπηρέτης. Εἶναι τὸ δίκην πόρτας μάτι μιᾶς στόφας! Ἡ ἀπὸ πίσω πλευρά τῆς πλάκας ἔχει τὸ ἴδιο θέμα, πλὴν ὅμως τὸν ἱππότη τὸν ἔχει ρίξει κάτω τὸ ἄλογο, ὁ δὲ ὑπηρέτης βρίσκεται μακριά, πόρρω ἀπέχει.
*****
Προτοῦ ἀκόμα χαράξει ἡ αὐγή, γαυγίζει ἕνα σκυλὶ καὶ οἱ ἄγγελοι πιάνουν τὰ ψοὺ-ψοὺ καὶ τὰ κρυφομιλήματα.
*****
Τοῦ Σαντερίνι τοῦ ἀρέσανε τὰ καλαμπούρια. Μιὰ φορὰ συνάντησε τὸν πρίγκιπα τοῦ Σένμπρουν σ᾽ ἕνα ἐρημονήσι, ὁ ὁποῖος τὸν ρώτησε: «Ἔχει πιάσει φωτιὰ στὸ γιαλό;» — Ὄχι, εἶναι τὰ πανιὰ ἀπ᾽ τὶς φρεγάτες γύρω ἀπ᾽ τὰ βράχια τῆς Στυμφαλίας. Κι ἔμοιαζαν μὲ σωσίβιο ποὺ ἀνέβαινε ἀπ᾽ τὸ νησιοῦ τὴν κεφαλὴ κατὰ πάνω.
*****
῏Ω βουνὰ καὶ ὄρη, ἀπὸ κάτω ἀπ᾽ τὸ ἀερόστατο εἴσαστε σὰν γαλατόσουπα ἀφρισμένη καὶ ἀπὸ ᾽κεῖ μέσα, σάμπως μέσα ἀπό ᾽να γιγαντιαῖο κουμάρι ζαριῶν, πετιέται τὸ σφαιρικὸ ἀνθρωπάκι, τὸ κούτελο τοῦ Πατρὸς ἐκείνου ποὺ ὀνομάζεται Διπλὴ Σφαίρα.
*****
Ὑπάρχουν περισσότερα λευκὰ ἀπὸ μαῦρα. Γιατὶ κάνουν σάλτα σὰν τοὺς ψύλλους στ᾽ ἄχυρα. Καὶ δὲν συμβαίνει ἁπλῶς καὶ μόνον, ἐπειδὴ ἡ χορεία τους ἀποτελεῖται ἀπὸ ὀρεσείβιους οὔτε ἐπειδὴ πηδᾶνε στὰ φωνητικὰ μέρη τοῦ τραγουδιοῦ.
*****
Ὁ καπνός, οἱ καμπύλες τοῦ ὁποίου κυνηγιοῦνται στὸ γαλάζιο καὶ μεταξένιο παραπέτασμα, πού ᾽ναι πιτσιλισμένο ἀπὸ βελούδινα ρόδα γκρενά,... — τοῦτος ὁ καπνὸς εἶναι, λέω, ὁ γάτος ποὺ περνάει.
*****
Στὴ φωτογραφία τοῦ Βίκτωρος Οὐγκὼ ἔχουν βάψει τὰ βλέφαρά του κόκκινα. Αὐτὸ τοῦ προσδίδει κάτι τὸ αἱματῶδες, καθὼς μοιάζει μὲ πράσινη μεταξένια ἐσάρπα.
*****
Στὸ κανάλι ἀναγγέλθηκε ὁ διασώστης χάρις στὰ φουσκωμένα νερὰ καὶ στοῦ καραβιοῦ τὸ ὕψος. Τὰ ὑπόλοιπα δὲν εἶναι παρ᾽ ἁπλῶς λίγο χορτάρι πάνω στὴ δόξα.
*****
Τὸ μπαλέτο ἀναγόμενο στὸ ὕψος τῆς πραγματικότητας: οἱ νίκες μὲ ἄλικους τροχούς, μὲ πολεμικὰ κανόνια, τὰ πλήθη, πρὸ πάντων ὅμως ὁ οὐρανός! ναί, ὁ οὐρανός! ἡ πραγματικότητα ἀναγόμενη στὸ ὕψος τοῦ μπαλέτου.
*****
Ἡ στέγη, καὶ εἶναι τέσσερις, τέσσερις, τέσσερις: ὑπάρχουν τέσσερις. Τὰ πρόθυρα εἶναι λιβάδι ποὺ ἐμεῖς τὸ λειτουργοῦμε κι ἐκεῖνο τοὺς ζηλεύει πρωὶ καὶ βράδυ. Οἱ στέγες εἶναι ἀμάραντος: ἀντανάκλαση καταιγίδας! γίδας! γίδας! τὸ δὲ σύνολο εἶναι μὲς στὴ ζάχαρη, στὸν στόκο, στὴν κυψέλη, στὸ κουβάρι, στὰ πλούτη καὶ σ᾽ ἕνα καφεκούτι.
*****
Τίποτ᾽ ἄλλο δὲν θά ᾽θελα, ἄχ, ἀπ᾽ τὸ νὰ μποροῦσα —εἶπε ὁ ἄνεμος— νά ᾽παιζα μπίλιες μὲ τὰ δέντρα, ὅπως κάνω μὲ τὰ σύννεφα καὶ μ᾽ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα. Ἔπειτα πιάνει καὶ μὲ τὴν ἀνίκανη μανία του τινάζει τὸ ἀσήκωτο πράσινο χαλί, στὸ τέλος τὸ σκίζει καὶ ὁτιδήποτε μὲ φρίκη σηκώνει τὸ πετάει νὰν τὸ πάρει τὸ ποτάμι.
*****
Ὁ ταχυδρόμος τῆς λεωφόρου τῆς Ὄπερας ἔχει στὴν τσάντα του ἕνα μεγάλο πουλὶ σὰν τὰ μαργαριτάρια ποὺ κοσμοῦν τὸ μαύρο βελοῦδο της. Καὶ τὸ ποτίζει στὰ προαύλια τῶν καφενείων.
*****
Στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ, τὸ πρωί, οἱ φωνὲς ἀντηχοῦν λὲς κι εἶσαι σὲ διάδρομο.
*****
Φορὲς-φορὲς τὸ ψάρι ὅσο πλέει
Ἄσπρη δείχνει τὴν κοιλιά του στὰ κύματα,
Τὸ δὲ ἀερόστατο, ἱπτάμενο ψάρι,
Μοιάζει πότε-πότε ἄσπρο μὲς στὰ νέφη,
Καὶ ἡ χορεύτρια, ποὺ κάνει φοῦρλες,
Δείχνει στὰ θεωρεῖα τοῦ θεάτρου ὅλα
Μιὰ πλάτη γλιστερή μὲ διαμαντόψαρα.
*****
Ὦ τὰ μεταξένια δίθυρα! καὶ εἴδαμε ἀπ᾽ αὐτὰ ἕναν ὁλόκληρο τάπητα: ἦταν σὰν τὰ φτερὰ τῶν παγονιῶν στὸ μέρος ὅπου γεννοῦν τ᾽ ἀβγά τους, ἀλλὰ τί φωσφορισμὸς κι αὐτὸς μὲς στὴ διαμαντένια λάμψη τοῦ λευκοῦ φιλντισιοῦ, ὅπου τὸ βιολετὶ ἦταν ἔπειτα κάπως χλομότερο.
*****
Τὸ μαγκάλι μαῦρο χάλι! Κι ἐξαγριώνεται ποὺ δὲν εἶναι τρίγωνο στολισμένο μὲ μελαωὰ φτερά. Δαγκώνει τὴν οὐρά του, αὐλακώνεται ἀπὸ γαλάζιες ράγιες ποὺ τὸ πληγώνουν, τὸ λιγώνουν, τὸ ριγώνουν, ἀλλὰ καὶ τὸ χαρακώνουν.
*****
Χίλιες ἀνθοδέσμες ἀλσυλλίων, χίλια ἀλσύλλια ἀνθοδεσμῶν καὶ χίλια χαμομήλια. Ἂν θές, καλή κυρὰ κι εὐγενική μου, βάλε τὸ μαντήλι σου. Μὲς στὴ νύχτα ὁ βάλτος ἔχει σπονδύλους τὸ ἴδιο βαθυπράσινους μὲ τὰ βρύα τῶν ὑπέρων μου.
*****
Μὴν τὴν ἀνάβετε! μὴν τὴν ἀνάβετε τὴ λάμπα! μὴ μάθει, ὄχι!, ὁ ἀββᾶς τὸ μυστικό μου· γιατί, ἔτσι καὶ τὸ μάθει, θὰ μὲ πάρει στὸ κατόπι ἴσαμε τὸ σπίτι μου καὶ θὰ ἔρθει ἐκεῖ ἀκόμα καὶ αὐτὸς ὁ πατέρας μου. Εἶναι σὰν μαχαίρι ποὺ κοντοζυγώνει τὴν καρδιά μου.
*****
Τὸ μυστήριο βρίσκετα σὲ τούτη τὴ ζωή, ἡ πραγματικότητα στὴν ἄλλη· ἂν μ᾽ ἀγαπᾶτε, ἂν μ᾽ ἀγαπᾶτε, θὰ σᾶς κάνω ἐγὼ νὰ δεῖτε τὴν πραγματικότητα.
*****
Δὲν ἀληθεύει ὅτι τὸ στάχυ τοῦ σταριοῦ καὶ ἡ λεύκα ἔχουν μιὰ κάποια ὁμοιότητα. Τὸ μὲν στάχυ σημαίνει ἀφθονία, ἡ δὲ λεύκα ὑπερηφάνεια.
*****
Ὦ Σελήνη-Σελήνη, δὲν μοῦ φτάνει ἐμένα ἡ βαζελίνη, δὲν θέλω ὠμοὺς τσακωμοὺς καὶ χτένες νὰ κλαῖνε σ᾽ ὅλα τὰ μέρη γύρω-τριγύρω, Σελήνη μου, ὅσο ἔχει ὁ κύκλος σου ἐσένα κίτρινες ραβδώσεις καὶ εἶναι ἀπὸ ὄνυχα ποὺ πυρπολεῖ καὶ ἀστράφτει στὰ καμένα.
*****
Ὁ ἄντρας μὲ τὴν ἄσπρη μπλούζα ἔσερνε τὴν ἀγελάδα ἀπ᾽ τὴ μουσούδα της μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ ὀρέων. Ἡ ἀδιάλλακτη ὀσμὴ τῆς καμένης ἀγελάδας ὁλοένα ὑπομειώνεται. Τὸ στῆθος τῆς γυναίκας δὲν πωλεῖται, καθὀσον δὲν ὑπῆρξε ἡ ἀγελάδα ποὺ τὴ σέρνανε ἀπ᾽ τὴ μουσούδα. Καὶ μουγκάνιζε.
*****
Ὅταν ὁ καλὸς Θεὸς ἀνασαίνει κατὰ κάτω, σχηματίζεται ἕνα φωτεινὸ τρίγωνο ποὺ συνθλίβει τὰ σύννεφα πάνω στὶς στέγες καὶ στὰ χωράφια· ὅταν ἀνασαίνει κατὰ πάνω, σχηματίζεται οὐράνιο τόξο.
*****
Δὲν σᾶς φαίνεται κι ἐσᾶς ὅτι οἱ γκραβοῦρες ποὺ ἀναπαριστοῦν τὴ μόδα εἶναι ζωντανὲς ὅσο νά ᾽ναι;
*****
Μιὰ σπηλιά, οἱ τρομερὲς ὀροφὲς τῆς ὁποίας γέρνουνε, ἀπειλοῦν τὴν ἄμμο. Ὁπότε καὶ μιὰ ἠλεκτρικὴ ἀχτίδα, ποὺ τινάχτηκε ἀπὸ τοὺς σταλακτίτες κάποιου καφὲ καὶ βρέθηκε κάτω ἀπ᾽ τὶς ἁψίδες, πιάνει μιὰ χεριὰ φύκια καὶ τὰ κάνει ψωμὶ ζυμωμένο μὲ πολύτιμους λίθους: στὴ γωνία ἐμεῖς στρίβουμε.
*****
Κράσπεδο γαλάζιου οὐρανοῦ, λίγος καπνὸς σάμπως φτέρωμα κύκνου: ἄγγελοι ταξιδεύοντες.
*****
Ἄλλαξε τὸ διάδημα κι ἐγίνηκε χίλια βουλευτικὰ κεφάλια.
*****
Λόγῳ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν νεκρῶν τὸν παράδεισο τὸν φαντάζομαι σὰν μιὰ κάποια μέρα τῆς Σαρακοστῆς στὸ Παρίσι, τὴ δὲ κόλαση σὰν τρελαμένο πλῆθος οίκογενειῶν μιὰ μέρα μὲ καταιγίδα σὲ κάποιο λιμάνι.
*****
Τοῦτο ᾽δῶ εἶναι ἕνα κλαδὶ μὲ τρία ἄνθη: τὸ κλαδὶ ἔχει τὸ χρῶμα τοῦ χιονιοῦ, τὰ ἄνθη ὁμοίως: τὰ ἄνθη ἔχουν τὸ κεφάλι κατεβασμένο, τὸ κλαδὶ ὁμοίως, καὶ ὅλα τους ἐκεῖ εἶναι ἀπὸ μαργαριτάρια καὶ τίποτα δὲν στηρίζεται πουθενά. Κι ὅμως, κι ὅμως! ὑπάρχει μιὰ κορδέλα ἀπ᾽ αὐτὲς ποὺ τυλίγουμε γύρω ἀπ᾽ τὸ μέτωπο, ἐπάνω στὴν ὁποία στηρίζονται τὰ πάντα — εἶναι λευκὴ καὶ ὅλο χαμόγελα.
*****
Στὴ σκοτεινὴ σκάλα κανεὶς ἄλλος δὲν εἶναι — μόνο ὁ γιὸς τοῦ γέρου βιβλιοθηκάριου! τίποτ᾽ ἄλλο! τίποτ᾽ ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ μιὰν ἱστορία χοροῦ ποὺ δὲν θὰ γίνει. Μοῦ κουβάλησαν τὸν ἀδελφό μου πάνω σ᾽ ἕνα κρεβάτι ροκανισμένο ἀπὸ ἔντομα: «Θὰ πεθάνω καὶ δὲν θὰ πᾶτε στὸ χορό!» Τὸ ζήτημα ἐλύθηκε. Ὁπότε κι ἐγὼ θὰ ντυθῶ στὰ μαῦρα καὶ δὲν θὰ εἶναι γιὰ τὸν χορό.
*****
Ἂν τὸ δοῦμε ἔχοντας τὸ φῶς κόντρα ἢ μὲ κάποιον ἄλλον τρόπο, ἐγὼ τότε δὲν ὑπάρχω — καὶ ὡστόσο εἶμαι δέντρο.
*****
Πρὸς τὴ μεριὰ τῆς ἀσημόσαυρας, ποὺ ἔχει τὸ στόμα της στὴν πηγή, πετᾶνε τὰ ἔντομα τοῦ νεροῦ, ἀλλὰ πετοῦν ἐπίσης καὶ πρὸς τὴ μεριὰ τῶν γκρὶ βολὰν τῶν φουστανιῶν.
*****
Ὅταν δίνεται σὲ μάγους κάποιο κομμάτι ἁπὸ ἐνδυμασία, αὐτοὶ γνωρίζουν τὸ πρόσωπο ποὺ τὸ φοράει· ὅταν φοράω ἐγὼ τὸ πουκάμισό μου, ξέρω πάντα τί σκεφτόμουν τὴν προηγούμενη μέρα.
*****
Τ᾽ ἄνθη τους μοιάζουν μὲ τ᾽ ἄνθη τῆς μυοσωτίδας· καὶ διατίθενται σὲ τέτοια μορφή, ποὺ θά ᾽φτανες νὰ πιστέψεις ὅτι τὸ χαμόδεντρο εἶναι κλόουν πού, μὲ τεντωμένο τό ᾽να του πόδι κατὰ πίσω, βαστάει μὲ τὰ δυό του χέρια ψηλὰ ἕναν πολυέλαιο.
*****
Ὁ κύριος Μ. ντὲ Μὰξ προσφέρει τὰ προφίλ του καὶ στὰ δύο κόμματα, ὅπως τόσα καὶ τόσα ἄλλα γιγαντιαῖα πρίσματα.
*****
Καραμέλες, μιὰ γαλάζια ἡμισέληνος καὶ ἄλλη μία λευκή: ἡ ἀφρώδης ἀτμόσφαιρα εἶναι κορεσμένη, καὶ ὅλα τὰ κεφάλια τοῦ πλήθους φέρουν φωτοστέφανα στὰ βουλεβάρδα τούτη τὴ μέρα τῆς Σαρακοστῆς. Καὶ τ᾽ αὐτοκίνητα περνοῦν ἀπὸ μέσα τους ὅπως τὰ κανόνια.
*****
Σὲ ὅλα τὰ μέρη ποὺ ὑπάρχουν πεδιάδες ἐβένου, ἡ νύχτα φωσφορίζει — ἀπὸ τὶς λάμπες.
*****
Καὶ ποιός νὰ τὸ πίστευε ὅτι θὰ ὑπῆρχαν ἐκεῖ ἄνθρωποι ποὺ κοιμόντουσαν, ἂν δὲν φοροῦσαν μαῦρες γραβάτες.
*****
Τὰ στίγματα τῶν ταβανιῶν στὰ σπίτια εἶναι σύμβολα τῆς ζωῆς τῶν ἐνοίκων τους: καὶ ἰδοὺ τώρα δύο ἀρκοῦδες ποὺ διαβάζουν τὴν ἐφημερίδα τους δίπλα στὸ τζάκι.
*****
Ἡ ἐπιφάνεια τῆς Γέφυρας τῶν Ἁγίων Πατέρων ἦταν ζεστὴ σήμερα τὸ πρωὶ, παρ᾽ ὅλο ποὺ ὁ Σηκουάνας ἤτανε παγωμένος· μὲ τὸ μυαλό μου λέω ἐγὼ τώρα ὅτι κάποιος θ᾽ ἄναψε τίποτα μαγκάλια ἀποβραδὶς κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες γιὰ τοὺς δύστυχους ἀνθρώπους καὶ οἱ γέφυρες θὰ ἐκράτησαν τὴ ζέστη τους.
*****
Στὸ λουτρὸ τῆς φίλης σας γιατί κρατᾶτε, ἐρίτιμη κυρία, τὴν ὀμπρέλα σας ἀνοιχτή; Γιὰ νὰ προστατεύεται ἡ φίλη μου, γριὰ γυναίκα, ὅταν τῆς περιποιοῦνται τοὺς κάλους, ἀπ᾽ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου ποὺ μπαίνει στὸ μπάνιο ἀπὸ πίσω ἀπ᾽ τὴ μπανιέρα ποὺ εἶναι ὅλη ἀπὸ ἄσπρο μάρμαρο.
*****
Ὁ ἐν λόγῳ Γερμανὸς ἦταν τρελὸς μὲ τὴν τέχνη, τὰ φουλάρια καὶ τὰ πουλάρια — ἀλλὰ καὶ με τὶς πουλάδες. Στὴν πατρίδα του ἡ βασίλισσα Κλαυδία εἶναι ζωγραφισμένη στὰ φουλάρια· στὸ τραπέζι ὅλοι ξέρουν ποιοί κάθονται γύρω ἀπ᾽ τὶς πουλάδες. (Γιὰ τὰ πουλάρια οὔτε λόγος.)
*****
Σοῦ φέρνω καὶ σοῦ δίνω, σοῦ προσφέρω τοὺς δυό μου γιούς, εἶπε ὁ ἀκροβάτης στὴν Παναγία τῶν Σπηλαίων ποὺ ἔπαιζε μαντολίνο. Ὁ νεότερος γονάτισε μὲ τὸ ὡραῖο του τὸ κουστουμάκι· ὁ ἄλλος κρατοῦσε ἕνα μπαστούνι ποὺ ἀπ᾽ τὴν ἄκρη του κρεμόταν ἕνα ψάρι.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου