MAX JACOB
ΣΥΝΤΟΜΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 4
Ἡ στέγη, καὶ εἶναι τέσσερις, τέσσερις, τέσσερις: ὑπάρχουν τέσσερις. Τὰ πρόθυρα εἶναι λιβάδι ποὺ ἐμεῖς τὸ λειτουργοῦμε κι ἐκεῖνο τοὺς ζηλεύει πρωὶ καὶ βράδυ. Οἱ στέγες εἶναι ἀμάραντος: ἀντανάκλαση καταιγίδας! γίδας! γίδας! τὸ δὲ σύνολο εἶναι μὲς στὴ ζάχαρη, στὸν στόκο, στὴν κυψέλη, στὸ κουβάρι, στὰ πλούτη καὶ σ᾽ ἕνα καφεκούτι.
*****
Τίποτ᾽ ἄλλο δὲν θά ᾽θελα, ἄχ, ἀπ᾽ τὸ νὰ μποροῦσα —εἶπε ὁ ἄνεμος— νά ᾽παιζα μπίλιες μὲ τὰ δέντρα, ὅπως κάνω μὲ τὰ σύννεφα καὶ μ᾽ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα. Ἔπειτα πιάνει καὶ μὲ τὴν ἀνίκανη μανία του τινάζει τὸ ἀσήκωτο πράσινο χαλί, στὸ τέλος τὸ σκίζει καὶ ὁτιδήποτε μὲ φρίκη σηκώνει τὸ πετάει νὰ τὸ πάρει τὸ ποτάμι.
*****
Ὁ ταχυδρόμος τῆς λεωφόρου τῆς Ὄπερας ἔχει στὴν τσάντα του ἕνα μεγάλο πουλὶ σὰν τὰ μαργαριτάρια ποὺ κοσμοῦν τὸ μαύρο βελοῦδο της. Καὶ τὸ ποτίζει στὰ προαύλια τῶν καφενείων.
*****
Στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ, τὸ πρωί, οἱ φωνὲς ἀντηχοῦν λὲς κι εἶσαι σὲ διάδρομο.
*****
Φορὲς-φορὲς τὸ ψάρι ὅσο πλέει
Ἄσπρη δείχνει τὴν κοιλιά του στὰ κύματα,
Τὸ δὲ ἀερόστατο, ἱπτάμενο ψάρι,
Μοιάζει πότε-πότε ἄσπρο μὲς στὰ νέφη,
Καὶ ἡ χορεύτρια, ποὺ κάνει φοῦρλες,
Δείχνει στὰ θεωρεῖα τοῦ θεάτρου ὅλα
Μιὰ πλάτη γλιστερή μὲ διαμαντόψαρα.
*****
Ὦ τὰ μεταξένια δίθυρα! καὶ εἴδαμε ἀπ᾽ αὐτὰ ἕναν ὁλόκληρο τάπητα: ἦταν σὰν τὰ φτερὰ τῶν παγονιῶν στὸ μέρος ὅπου γεννοῦν τ᾽ ἀβγά τους, ἀλλὰ τί φωσφορισμὸς κι αὐτὸς μὲς στὴ διαμαντένια λάμψη τοῦ λευκοῦ φιλντισιοῦ, ὅπου τὸ βιολετὶ ἦταν ἔπειτα κάπως χλομότερο.
*****
Τὸ μαγκάλι ἕνα χάλι! Κι ἐξαγριώνεται ποὺ δὲν εἶναι τρίγωνο στολισμένο μὲ μαῦρα φτερά. Δαγκώνει τὴν οὐρά του, αὐλακώνεται ἀπὸ γαλάζιες ράγιες ποὺ τὸ πληγώνουν, τὸ λιγώνουν, τὸ ριγώνουν, ἀλλὰ καὶ τὸ χαρακώνουν.
*****
Χίλιες ἀνθοδέσμες ἀλσυλλίων, χίλια ἀλσύλλια ἀνθοδεσμῶν καὶ χίλια χαμομήλια. Ἂν θές, καλή κι εὐγενική μου, βάλε τὸ μαντήλι σου. Μὲς στὴ νύχτα ὁ βάλτος ἔχει σπονδύλους τὸ ἴδιο βαθυπράσινους μὲ τὰ βρύα τῶν ὑπέρων μου.
*****
Μὴν τὴν ἀνάβετε! μὴν τὴν ἀνάβετε τὴ λάμπα! μὴ μάθει ὄχι! ὁ ἀββᾶς τὸ μυστικό μου· γιατί, ἔτσι καὶ τὸ μάθει, θὰ μὲ πάρει στὸ κατόπι ἴσαμε τὸ σπίτι μου καὶ θὰ ἔρθει ἐκεῖ ἀκόμα καὶ αὐτὸς ὁ πατέρας μου. Εἶναι σὰν μαχαίρι ποὺ κοντοζυγώνει τὴν καρδιά μου.
*****
Τὸ μυστήριο βρίσκετα σὲ τούτη τὴ ζωή, ἡ πραγματικότητα στὴν ἄλλη· ἂν μ᾽ ἀγαπᾶτε, ἂν μ᾽ ἀγαπᾶτε, θὰ σᾶς κάνω ἐγὼ νὰ δεῖτε τὴν πραγματικότητα.
*****
Δὲν ἀληθεύει ὅτι τὸ στάχυ τοῦ σταριοῦ καὶ ἡ λεύκα ἔχουν μιὰ άποια ὁμοιότητα. Τὸ μὲν στάχυ σημαίνει ἀφθονία, ἡ δὲ λεύκα ὑπερηφάνεια.
*****
Ὦ Σελήνη-Σελήνη, δὲν μοῦ φτάνει ἐμένα ἡ βαζελίνη, δὲν θέλω ὠμοὺς τσακωμοὺς καὶ χτένες νὰ κλαῖνε σ᾽ ὅλα τὰ μέρη γύρω-τριγύρω, Σελήνη μου, ὅσο ὁ κύκλος σου ἐσένα ἔχει κίτρινες ραβδώσεις καὶ εἶναι ἀπὸ ὄνυχα ποὺ πυρπολεῖ καὶ ἀστράφτει στὰ καμένα.
*****
Ὁ ἄντρας μὲ τὴν ἄσπρη μπλούζα ἔσερνε τὴν ἀγελάδα ἀπ᾽ τὴ μουσούδα της μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ ὀρέων. Ἡ ἀδιάλλακτη ὀσμὴ τῆς καμένης ἀγελάδας ὁλοένα ὑπομειώνεται. Τὸ στῆθος τῆς γυναίκας δὲν πωλεῖται, καθὀσον δὲν ὑπῆρξε ἡ ἀγελάδα ποὺ τὴ σέρνανε ἀπ᾽ τὴ μουσούδα. Καὶ μουγκάνιζε.
*****
Ὅταν ὁ καλὸς Θεὸς ἀνασαίνει κατὰ κάτω, σχηματίζεται ἕνα φωτεινὸ τρίγωνο ποὺ συνθλίβει τὰ σύννεφα πάνω στὶς στέγες καὶ στὰ χωράφια· ὅταν ἀνασαίνει κατὰ πάνω, σχηματίζεται οὐράνιο τόξο.
*****
Δὲν σᾶς φαίνεται κι ἐσᾶς ὅτι οἱ γκραβοῦρες ποὺ ἀναπαριστοῦν τὴ μόδα εἶναι ζωντανὲς ὅσο νά ᾽ναι;
*****
Μιὰ σπηλιά, οἱ τρομερὲς ὀροφὲς τῆς ὁποίας γέρνουνε, ἀπειλοῦν τὴν ἄμμο. Ὁπότε καὶ μιὰ ἠλεκτρικὴ ἀχτίδα, ποὺ τινάχτηκε ἀπὸ τοὺς σταλακτίτες κάποιου καφὲ καὶ βρέθηκε κάτω ἀπ᾽ τὶς ἁψίδες, πιάνει μιὰ χεριὰ φύκια καὶ τὰ κάνει ψωμὶ ζυμωμένο μὲ πολύτιμους λίθους: ἐμεῖς στρίβουμε στὴ γωνία.
*****
Κράσπεδο γαλάζιου οὐρανοῦ, λίγος καπνὸς σάμπως φτέρωμα κύκνου: ἄγγελοι ταξιδεύοντες.
*****
Ἄλλαξε τὸ διάδημα κι ἐγίνηκε χίλια βουλευτικὰ κεφάλια.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου