Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

ΟΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΕΣ

 


PABLO NERUDA

 

ΟΙ ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΕΣ

 

Ο θείος Χενάρο κατέβαινε σ’ εμάς

απ’ τα βουνά. Κι ούτ’ ένα κόκκαλο

δεν είχε στο κορμί του μέσα ολόκληρο.

Του τά ’χανε τσακίσει όλα το χώμα,

το άλογο, οι σφαίρες, οι ταύροι,

οι πέτρες, το χιόνι, η τύχη.

Καμιά φορά κοιμόταν στο δωμάτιό μου.

Με τεντωμένα τα πόδια του πάλευε

να βολευτεί στο κρεβάτι

λες και καβαλίκευε άλογο.

Ξεφυσούσε, έβριζε, έσερνε

φτύνοντας τις υγρές του μπότες,

και στο τέλος, καπνίζοντας, άρχιζε να λέει

τί τού ’χε συμβεί στο άγριο δάσος.

Έτσι έμαθα ότι ο Σατανάς,

που ’χε ανάσα θκειαφένια,

εμφανίστηκε κάποτε στον Χουάν Ναβάρρο

ζητώντας του φωτιά. Κατά τύχη,

ο Χουάν Ναβάρρο, προτού κολαστεί,

διέκρινε την εωσφορική,

την ηλεκτρική και όλο τρίχες ουρά του

να εξέχει από το πόντσο του στο χώμα

και αδράχνοντας το καμτσίκι του μαστίγωνε

απλώς το κενό, διότι ο Διάβολος

είχε διαλυθεί, είχε γίνει δεντρόκλαρο,

αέρας, νύχτα με άνεμο παγωμένο.

Μα τί παμπόνηρος που είναι ο Δαίμονας!

 

Αυτή η βραχνή, αργή φωνή

φωνή διακοπτόμενη, διαλείπουσα,

φωνή της μέντας, του ψυχρού αέρα,

των ριπών, των αγκαθιών,

εκείνη η φωνή που αποκατέστησε

τα χνάρια του ματωμένου πούμα,

το μαύρο ύφος του κόνδορα,

τη μπερδεμένη άνοιξη

όταν δεν υπάρχουν άνθη παρά μόνο ηφαίστεια,

όταν δεν υπάρχει καρδιά παρά μόνο σέλες,

αδυσώπητα θηρία που πέφτουν

στα τάρταρα, η σπίθα που πήδηξε

από μια βεντάλια όλο πέταλα,

κι έπειτα μόνο ο θάνατος,

και μόνο η απέραντη ζούγκλα.

Ο λιγόλογος δον Χενάρο

μου εχάριζε συλλαβή τη συλλαβή

ιδρώτα, αίμα, φαντάσματα, πληγές,

τζούρα τη τζούρα – ο θείος μου ο Χενάρο.

Η κρεβατοκάμαρα εγέμιζε

σκύλους, φύλλα, μονοπάτια,

και εγώ άκουγα ότι στις λιμνοθάλασσες

έβλεπες κάποιο αθώο τομάρι

να επιπλέει, κι εκεί που μόλις πας να το αγγίξεις,

αυτό μετατρέπεται σε κτήνος της κόλασης

και σε τραβάει βαθιά κάτω στον πάτο,

εκεί που βρίσκονται οι αφανισμένοι,

εκεί που ζουν οι νεκροί

που ούτε ξέρω κι εγώ σε ποιό βάθος, εκεί που ζουν

οι αποκεφαλισμένοι των δασών

μαζί με όσους ερούφηξαν οι νυχτερίδες

με τα τεράστια και μεταξένια φτερά.

Δεν υπήρχε τίποτα που να μη γλιστράει.

Ατραποί, ζώα

που πλανιόντουσαν ολομόναχα, φωτιές

που σεργιανούσαν στα λιβάδια,

κάποιος οδοιπόρος με πανσέληνο,

μια γλυκιά αλεπού τη στιγμή του έρωτα,

ένα φύλλο μαύρο που έπεφτε

Μόλις που προλάβαινες να πιάσεις

το φυλαχτό σου, τον σταυρό,

ή να κάνεις τον σταυρό σου, προτού σ’ ακουμπήσει

του Τρικέρη ο φωσφόρος,

το πυρακτωμένο του κέρατο, το μαύρο του θκειάφι.

Μα ο Πονηρός δεν σε κυνηγούσε μόνο στην ύπαιθρο.

Ο Άρχων του Ζόφου σ’ έβρισκε και μες στο σπίτι, όπου είναι

κάποιο βογγητό, κάποιος θρήνος σκοτεινός,

ένα κροτάλισμα αλυσίδων,

και η πεθαμένη γυναίκα που ποτέ δεν παραλείπει

τα νυκτερινά ραντεβού της,

αλλά και ο δον Φρανσίσκο Μοντέρο

που γυρνάει να βρει το άλογό του

εκεί κάτω, πλάι στον μύλο,

όπου πέθανε μαζί με τη γυναίκα του.

 

Η νύχτα κρατάει πολύ, η βροχή κρατάει πολύ,

βλέπω την άσβηστη λάμψη

του τσιγάρου του, καπνίζει, καπνίζει

ο Χενάρο Κάνδια, και λέει όλο λέει.

Κι εγώ φοβάμαι. Πέφτει η βροχή

και ανάμεσα στη βροχή και στον Διάβολο πέφτω κι εγώ

σ’ έναν λάκκο με θκειάφι,

στην κόλαση με τ’ άλογά της

και στα βουνά τα ξέφρενα.

 

Πολλές φορές, ακούγοντας βροχή,

αποκοιμιόμουν στον Νότο,

ενώ ο θείος μου ο Χενάρο

άνοιγε εκείνο τον μαύρο του σάκο

που πάντοτε τον εκουβάλαγε από τα βουνά.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου