Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

ΠΡΩΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ

 


PABLO NERUDA

 

ΠΡΩΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ

 

Όταν βγήκα στις θάλασσες, έγινα απέραντος.

Ήμουν νεότερος απ’ όλον τον κόσμο.

Και στην ακτή βγήκε να με υποδεχθεί

η αχανής του σύμπαντος γεύση.

 

Ο κόσμος ότι υπήρχε δεν τό ’ξερα.

 

Πίστευα στον καταποντισμένο πύργο.

 

Είχα ανακαλύψει τόσα και τόσα μέσα στο τίποτα,

στη διάτρηση των σκοταδιών μου,

στης αγάπης τα βάσανα, στις ρίζες,

που κατάντησα ο ξεσπιτωμένος που βγήκε έξω

στον κόσμο: φτωχός εγώ σκελετού ιδιοκτήτης.

 

Και κατάλαβα ότι ήμουν γυμνός,

ότι έπρεπε να ντυθώ,

ποτέ μου δεν είχα νοιαστεί για παπούτσια,

γλώσσες δεν μιλούσα,

τον εαυτό μου ήξερα μόνο να διαβάζω,

τη μόνη ζωή που γνώρισα ήταν η δική μου ζωή, η κρυφή,

κι ένιωσα πως δεν μπορούσα

να με φωνάζω πια όπως παλιά, γιατί δεν θ’ αποκρινόμουν·

το ραντεβού εκείνο είχε λήξει.

Ποτέ πια, ποτέ πια, έκρωζε το κοράκι.

Έπρεπε να υπολογίζω πράγματα όπως όλα τα σύννεφα,

όλα τα καπέλα τούτου του κόσμου,

όλα τα ποτάμια, όλες τις αίθουσες αναμονής, όλες τις πόρτες,

όλα τα ονόματα και τα επώνυμα, που, για να τα μάθω,

θά ’πρεπε να φάω τη σκυλίσια ζωή μου ολόκληρη.

 

Ο κόσμος ήταν γεμάτος γυναίκες,

τίγκα, λες κι ήταν βιτρίνα,

και απ’ τα μαλλιά τους έμαθα γρήγορα

το αγνό τους στήθος και τους εξαίσιους γοφούς τους,

όπως επίσης έμαθα ότι

καμία σχέση με αφρούς δεν είχε η Αφροδίτη·

ήταν στεγνή και σταθερή, με δύο αιώνιους βραχίονες,

και με το σκληρό της φίλντισι αντιστεκόταν

στης αναισχυντίας μου τη γενετήσια ορμή.

 

Καινούργια ήταν τα πάντα για μένα. Και τούτος ο πλανήτης

κατέπεσε από γεράματα και μόνο από καθαρά γεράματα·

κι όλα ανοίχτηκαν για να μου δώσουν της ζωής την πείρα,

για να κοιτάξω ίσια στα μάτια την αστραπή εκείνη.

 

Και με τα μικρά μου αλογίσια μάτια

είδα την πιο πικρή αυλαία που ανέβηκε,

που ανέβηκε χαμογελώντας σε σταθερή τιμή:

η αυλαία ήταν της μαραμένης Ευρώπης η αυλαία.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου