PABLO NERUDA
Η ΣΚΛΗΡΗ ΦΩΤΙΑ
Κείνος ο πόλεμος! Ο χρόνος
αφήνει να πέσει μια χρονιά και άλλη μία και άλλη μία
σαν νά ’ναι χώμα
για να θαφτεί
ό,τι να πεθάνει δεν θέλει: γαρίφαλα,
νερό,
ουρανός,
η Ισπανία, στην πόρτα της οποίας
εχτύπησα να μου ανοίξουν,
τότε, χρόνια πίσω, μακρινά,
κι ένα κρυστάλλινο κλαδί
με καλωσόρισε το καλοκαίρι
δίνοντάς μου ίσκιο και διαύγεια,
δροσιά αρχαίου φωτός που τρέχει άπλετο
μες στο τραγούδι:
στο αρχαίο και ολόδροσο τραγούδι
που γυρεύει
νέα να το τραγουδήσει φωνή.
Είχα φτάσει εκεί για να βρω το τραγούδι μου.
Κι έχω ήδη τραγουδήσει και μετρήσει
ό,τι μου έδωσε η Ισπανία απλόχερα,
κι ό,τι με αγωνία μου έκλεψε,
ό,τι απ’ τη μια στιγμή στην άλλη
μου πήρε απ’ τη ζωή
αφήνοντας στο κενό
μονάχα θρήνο,
του ανέμου τον θρήνο σε μια πικρή σπηλιά,
θρήνο με αίμα στη μνήμη επάνω.
Κείνος ο πόλεμος! Δεν έλειψε το φως
ούτε η αλήθεια,
δεν έλειψε η χαρά μα το ψωμί,
ο έρωτας ήταν εκεί, αλλά όχι τα κάρβουνα·
υπήρχε άνθρωπος, μέτωπο, μάτια, κουράγιο
ακόμα και για τον πιο βομβαρδισμένο ηρωισμό,
και έπεφταν τα χέρια σαν κομμένα αφτιά
χωρίς να γνωρίζουν την ήττα,
υπήρχε δηλαδή δύναμη ανθρώπου και ψυχής,
μα δεν υπήρχαν τουφέκια,
και έρχομαι εγώ τώρα και σε ρωτάω
μετά από τόση και τόση λήθη:
Τί μπορούσαμε να κάνουμε; Τί μπορούσαμε να κάνουμε; Τί μπορούσαμε να κάνουμε;
Απαντήστε μου εσείς, οι σιωπηλοί και αμίλητοι,
οι μεθυσμένοι από εκείνη τη σιωπή, οι ονειροπόλοι
αυτής της ψεύτικης ειρήνης και του ψεύτικου ονείρου,
τί μπορούσαμε να κάνουμε μόνο με τον θυμό μας σκαρφαλωμένον στα φρύδια;
Μόνο με γροθιές, ποίηση, πουλιά,
μόνο με λογική, μόνο με πόνο, τί μπορούσαμε να κάνουμε με τα περιστέρια;
Τί να κάνεις με την αθωότητα και την οργή
αν έχεις μπροστά σου να σε σημαδεύει
όλον τον κόσμο
και όταν ο θάνατος έχει πια
καταλάβει
το τραπέζι
το κρεβάτι
την αγορά
το θέατρο
το διπλανό σπίτι,
και τεθωρακισμένες δυνάμεις πλησιάζουν απ’ το Αλβαθέτε και τη Σόρια,
απ’ τις ακτές κι από τα χερσοτόπια, από πόλεις και ποτάμια,
δρόμο το δρόμο,
και φτάνουν,
και δεν υπάρχει παρά μόνο το δέρμα σου για να τις πολεμήσει,
και δεν υπάρχουν παρά μόνο οι σημαίες και οι γροθιές
και η τιμή, θλιβερή και ματωμένη,
με σπασμένα πόδια
ανάμεσα στη σκόνη και στην πέτρα,
στης Καταλωνίας τους κακοτράχαλους δρόμους
κι βρίσκεσαι εσύ να πορεύεσαι
κάτω από τις τελευταίες σφαίρες,
αχ! γενναία μου αδέρφια, στης εξορίας τη στράτα!
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου