Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

ΑΧ, ΧΑΜΕΝΗ ΜΟΥ ΠΟΛΗ

 


PABLO NERUDA

 

ΑΧ, ΧΑΜΕΝΗ ΜΟΥ ΠΟΛΗ

 

Μου άρεσε η Μαδρίτη, μα τώρα δεν μπορώ πια

να τη δω άλλο, όχι, καθόλου, καθόλου – ω, τί πικρή

η απελπισμένη βεβαιότητα,

σαν νά ’χει πεθάνει την ίδια στιγμή

που πέθανε και κάποιος από τους δικούς μου, σαν νά ’χει

πάει στον τάφο η μισή μου ψυχή,

και να κείτεται εκεί στα ξερολίβαδα,

ανάμεσα σε φυλακές και σε φυλακισμένους,

εκείνη την προηγούμενη φορά που δεν είχε ακόμα λεκιάσει

αίμα το λουλούδι, κι έπηζαν του αίματος σταγόνες στο φεγγάρι.

Μου άρεσε η Μαδρίτη, τα προάστιά της,

οι δρόμοι της που οδηγούσαν σε όλη την Καστίλλη

σαν μικρά ποτάμια με μαύρα μάτια·

μιας μέρας ήταν το τέλος:

δρόμοι με σχοινιά και βαρέλια,

πλεξούδες σπάρτων σαν κόμες γυναικείες,

λυγισμένες ράβδοι σαν καμάρες απ’ όπου

μια μέρα

επέταξε το κρασί να πάει σε βραχνό βασίλειο,

δρόμοι του κάρβουνου,

των ξυλουργείων,

δρόμοι των ταβερνείων βρεγμένοι

απ’ τη ροή

των βαριών κρασιών της Βαλδεπένιας

και δρόμοι μόνοι, ξεροί, δρόμοι της σιωπής,

της σιωπής της συμπαγούς σαν πλίθρα,

με το πηγαινέλα των αναλφάβητων ποδιών μου,

δίχως οδηγό, ούτε να ψάχνω, ούτε να βρίσκω, μα να ζω

ό,τι έζησε

αμίλητο μαζί μ’ εκείνους

τους σβώλους, και να καίει

με τις πέτρες

και τελικά να κόβει το κλάμα από ’να παράθυρο, κάποιου πηγαδιού

το τραγούδι, τον ήχο

κάποιου χαχανητού μεγάλου

που έσπασε

κι έκανε θρύψαλα

το λυκόφως, και ακόμα

πιο κοντά,

στο λαιμό

της νυχτωμένης πόλης,

με άλογα πού ’χαν κολλημένη τη σκόνη επάνω τους,

με καρότσες κόκκινες,

και με το άρωμα

από τα ψωμάδικα που κλείνανε

πλέκοντας το στεφάνι της νύχτας,

καθώς περιπλανιόμουν ασκόπως εγώ

στην περιοχή των Τεσσάρων Δρόμων, κι έφτασα στον αριθμό

3

της οδού Ουέλινγκτον,

όπου με περίμενε

με δυό μάτια γεμάτα μπλε σπίθες

το χαμόγελο που ποτέ μου δεν ξανάδα

ζωγραφισμένο στο πρόσωπο

–ροδαλή πανσέληνος –

του Βιθέντε Αλεϊξάνδρε.

Αλλά έφυγα αφήνοντάς τον να ζήσει με τους νεκρούς του φίλους.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου