PABLO NERUDA
«ΠΟΝΤΙΚΟΜΟΥΡΗΣ»
Από παλιά τζιμάνι σερβιτόρος σε ταβέρνα,
οινογνώστης και βλασφημολόγος πρώτος,
κι έφτασες, σύντροφε Ραούλ Ποντικομούρη
να μου μαθαίνεις τι παναπεί παλικαριά.
Με την παλικαριά μας γίναμε κανονικοί νταήδες
κι απέναντί μας είχαμε κάθε καρυδιάς καρύδι του υποκόσμου,
ενώ οι σπίθες του μυαλού σου
με συνόδευαν σαν καλός και φιλικός φακός·
δεν υπάρχουν δρόμοι σκοτεινοί,
αν έχεις σύντροφο καλό συνοδοιπόρο,
και το μικρούλι σου χεράκι εσένα
έμοιαζε, γλυκέ αδερφέ μου,
εύθραυστο όπως ήταν, σαν σπαθί κρεμάμενο,
κι ήταν πάντα τρομερή η απάντησή σου, σαν οξύ
το θάμβος της ηλεκτρικής σου γλώσσας,
του γήινου λόγου,
της άσβηστης σπίθας
που τιναζότανε από σένα
λες κι ήσουν
πηγή
θερβάντεια·
το αρχαίο κατεργάρικο γέλιο,
το ιδίωμα που επινοήθηκε απ’ τα μαχαίρια
και το αστροπελέκι του
δεν τά ’μαθες εσύ απ’ τα βιβλία –
εσύ τα έφτιαξες ο ίδιος για να υπερασπίζεσαι
τον ίδιο σου τον εαυτό σου στο αίθριο φως της μέρας·
στη γη μάς έδειχνες τί είναι ουρανός·
δεν χρειάστηκες λογιοσύνη για να λάμψει του λόγου σου το άλας·
ήσουν ο αρχαίος καρπός των δρόμων,
μια ρόγα στο τσαμπί του λαού μου.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου