Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

ΣΤΑ ΟΡΥΧΕΙΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ

 


PABLO NERUDA

 

ΣΤΑ ΟΡΥΧΕΙΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ

 

Στα ορυχεία του Βορρά εκλέχθηκα γερουσιαστής,

έφτασα στη Σύγκλητο, κάθισα, ορκίστηκα

μαζί με όλους τους εκλεκτούς κυρίους.

«Ορκίζομαι», και πολλών ο όρκος

ήταν κενός, δεν ορκίστηκαν

με το αίμα, αλλά με τη γραβάτα,

ορκίστηκαν με τη φωνή, με τη γλώσσα, τα χείλη

και τα δόντια τους, αλλά ο όρκος τους

σταμάτησε εκεί.

 

Εγώ έφερα μαζί μου την άμμο

τη γκρίζα πάμπα, το πλατύ και εχθρικό

φεγγάρι από κείνες κει πάνω τις ερημιές,

έφερα του ανθρακωρύχου τη νύχτα.

Έφερα εκεί τη σιωπή

το αίμα από πάνω, απ’ τον Βορρά,

απ’ τα σχεδόν εξαντλημένα ορυχεία

που μου χαμογελάνε ακόμα

με τα χαρούμενα δόντια τους,

και ορκίστηκα με τον άνθρωπο και με την άμμο του,

στο όνομα της πείνας και των αγωνιστικών ορυκτών,

στο όνομα της εργασίας και της φτώχειας των ανθρώπων.

 

Όταν είπα «Ορκίζομαι»,

ούτε αποστασία ορκίστηκα ούτε συμβιβασμό,

ούτε να μαζεύω τιμές, μετάλλια, διακρίσεις·

ήρθα να βάλω το χέρι μου που έκαιγε

πάνω στον ξερό κώδικα

για να καεί και να τον κάψει

με την έρημη ανάσα της άμμου.

Μερικές φορές με πήρε ο ύπνος

ακούγοντας τον άτρωτο

καταρράκτη

του συμφέροντος και των υποστηριζόντων συμφέροντα,

γιατί τελικά κάποιοι δεν ήταν άντρες,

ήταν ο 0, ο 7, ο 25,

ήταν κάτι φιγούρες που εκπροσωπούσαν

το νταλαβέρι, το λάδωμα,

τον λόγο τούς τον έδινε η ζάχαρη

ή η τιμή των φασολιών,

ο ένας ήταν γερουσιαστής για το τσιμέντο,

ο άλλος ανέβαζε την τιμή του άνθρακα,

ο παράλλος εισέπραττε απ’ τον χαλκό, το δέρμα,

το ηλεκτρικό φως, το νίτρο, τα τρένα,

τα αυτοκίνητα, τα όπλα·

η ξυλεία του Νότου πλήρωνε ψήφους,

κι εγώ το είδα με τα μάτια μου σ’ έναν κύριο ολόφτυστη μούμια,

ιδιοκτήτη ναυτιλιακής εταιρείας:

ποτέ του δεν ήξερε

πότε έπρεπε να πει ναι ή να φωνάξει όχι·

ήταν σαν αρχαίος κατεψυγμένος δύτης

που είχε ξεμείνει κατά λάθος

κάτω απ’ το αλάτι της παλίρροιας

κι εκείνος ο χωρίς ανθρωπιά άνθρωπος

και με σαλαμούρα στις φλέβες του

ψήφισε από κάποια αλλόκοτη τύχη

τον νόμο του ζυγού που τέθηκε σε ισχύ

ενάντια στον φτωχόκοσμο,

καθορίζοντας σε κάθε κωδίκελο

την καθημερινή πείνα και τον καθημερινό πόνο,

λογοδοτώντας μόνο στον θάνατο

και παχαίνοντας τις τσέπες

των δουλεμπόρων.

Σωστοί

ήσαν

στο φως του ανταγωνισμού

οι χλεμπονιάρηδες έμποροι

της καημένης μας της Δημοκρατίας,

καλοσιδερωμένοι,

ευυπόληπτοι,

και συνεδρίαζαν

στην ευπρεπή τους στρούγκα με τη λουστραρισμένη μπουαζερί,

χαρίζοντας ο ένας στον άλλο χαμόγελα,

κρατώντας μες στην τσέπη τους

τον σπόρο

φυτού των χρημάτων

που όλο μεγάλωνε και θέριευε.

 

Τα πάνω χώματα ήταν καλύτερα

όπως και η πέτρινη σπηλιά και τα φουρνέλα

των ανθρώπων που μ’ έστειλαν εμένα εκεί:

γενειοφόροι σύντροφοι,

μικρές γυναίκες που δεν είχαν χρόνο να χτενιστούν,

άνδρες παρατημένοι

στη δουλειά του μεγάλου ορυχείου,

 

Αμέσως είχαν όλοι συμφωνήσει

γι’ αυτούς σαν πρόκες

σε σπίτι

ερειπωμένο:

μπορεί να έπεφταν τα σανίδια,

αλλά ήταν οι πυλώνες

της νεκρής δομής.

Όλοι είχαν προετοιμαστεί να στείλουν

στη φυλακή, στο μαρτύριο,

στα στρατόπεδα με τους φυλακισμένους,

στην έξοδο και στον θάνατο

όσους έτρεφαν και την παραμικρή ελπίδα,

κι εγώ είδα ότι ήταν πληγωμένοι

οι μακρινοί μου φίλοι,

δολοφονημένοι

οι απόντες μου

σύντροφοι

της ερήμου, και οι συγγερουσιαστές μου

είχαν κανονίσει γι’ αυτούς

να μείνουν στην άγρια ακτή της Πισάγουα,

στην ερημιά, στα βάσανα, στην απελπισία,

σαν να επρόκειτο για βασίλειο μοναδικό,

όχι μόνο μες στα δρωτάρια και στους κινδύνους,

στην πείνα, στο ψύχος, στη μιζέρια, στην αθλιότητα,

δίκην άρτου επιουσίου των φτωχών συμπατριωτών μου,

αλλά και τώρα,

εδώ σε τούτον τον περίβολο

όπου μπορούσα να δω, ν’ ακούσω

ψάρια μισοκοιμισμένα ή υπνοβατικά,

τεράστια καλαμάρια ροδόχρωμα

οπλισμένα με πουκάμισα και ρολόγια,

να υπογράφουν την καταδίκη

του φουκαρά και του μουτζούρη,

του φτωχού συντρόφου στο ορυχείο.

Οι πάντες συμφωνούσαν

στο να τσακίσουν

των πεινασμένων

τα κεφάλια,

να ξαμολήσουν τις λόγχες,

τα ρόπαλα, και συμφωνούσαν

καταδικάζοντας την πατρίδα

σε εκατό χρόνια άμμο.

Διάλεξαν

τις καταχθόνιες

ακτές

ή την ακατοίκητη ραχοκοκαλιά

των Άνδεων,
και κάπου, οπουδήποτε,

με ακριβώς υπολογισμένη προθεσμία

και με τον μεγεθυντικό φακό πάνω στον χάρτη

είχε επιλεγεί ο τόπος του θανάτου:

ένα κομμάτι

κίτρινο χαρτί ήταν,

ένα χρυσό σημείο, μασκαρεμένο έτσι

από τη γεωγραφία: ήταν

η φυλακή της Πισάγουα, απότομη

φυλακή με πέτρα και νερό,

και άφησε μια ουλή από δαγκωνιά

στην πατρίδα, στο στήθος της

που ήταν περιστέρας στήθος.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου