Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

 


ANTONIO GRAMSCI

 

Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (1)

 

§ 46 Πραγματευόμενος το 1921 ο Βίλιτσι (2) ζητήματα αμιγώς οργανωτικά έγραψε και είπε (πάνω-κάτω) τα εξής: δεν έχουμε μάθει να «μεταφράζουμε» τη γλώσσα μας στις γλώσσες της Ευρώπης (3).

 

§ 47 Έχουμε να λύσουμε το ακόλουθο πρόβλημα: είναι η αμοιβαία μεταφρασιμότητα των διαφόρων φιλοσοφικών και επιστημονικών γλωσσών «κριτικό» στοιχείο προσιδιάζον σε κάθε κοσμοαντίληψη ή πρόκειται απλώς για ιδιαίτερο στοιχείο της φιλοσοφίας της πράξης (με οργανικό τρόπο), που μόνον εν μέρει μπορούν να το οικειοποιηθούν και άλλες φιλοσοφίες; Η μεταφρασιμότητα προϋποθέτει ότι κάποια δεδομένη φάση του πολιτισμού διαθέτει κουλτουραλική έκφραση «θεμελιωδώς» ταυτόσημη, ακόμα και αν το γλωσσικό ιδίωμα (4) είναι ιστορικώς διαφορετικό, καθώς καθορίζεται τόσο από την ιδιαίτερη παράδοση κάθε εθνικής κουλτούρας και κάθε φιλοσοφικού συστήματος, όσο και από την κυριαρχία κάποιας διανοητικής ή πρακτικής δραστηριότητας και από λοιπούς παράγοντες. Έτσι πρέπει να δούμε εάν είναι δυνατή η μετάφραση εκφράσεων που εμπίπτουν σε διαφορετικές φάσεις πολιτισμού, όταν μάλιστα οι φάσεις αυτές προκύπτουν κατ’ ανάπτυξη η μία από την άλλη, για να ολοκληρωθούν ύστερα αμοιβαία, ή εάν κάποια δεδομένη έκφραση μπορεί να μεταφραστεί με τους όρους κάποιας προγενέστερης φάσης του ίδιου πολιτισμού – μιας φάσης προγενέστερης μεν, που όμως είναι περισσότερο κατανοητή σε σύγκριση με το δεδομένο γλωσσικό ιδίωμα κ.τ.λ. Μοιάζει σαν να μπορούμε να πούμε ακριβώς ότι η «μετάφραση» μόνο στη φιλοσοφία της πράξης είναι οργανική και μύχια, ενώ, θεωρημένη από άλλη σκοπιά, είναι συνήθως απλό παιχνίδι γενικών «σχηματοποιήσεων».

 

§ 48 Ο Τζοβάννι Βαϊλάτι (5) και η μεταφρασιμότητα τους γλωσσικού ιδιώματος της επιστήμης. Υπάρχει ένα απόσπασμα από την Αγία Οικογένεια, όπου έχουμε τη διαβεβαίωση ότι η γαλλική πολιτική γλώσσα του Προυντόν αντιστοιχεί στο γλωσσικό ιδίωμα της γερμανικής φιλοσοφίας, δύναται δε να μεταφρασθεί σε αυτό(6)· η εν λόγω διαβεβαίωση «είναι» πολύ σημαντική, για να κατανοήσουμε μερικές πλευρές της φιλοσοφίας της πράξης και για να βρούμε τη λύση πολλών προφανών αντιφάσεων της ιστορικής ανάπτυξης, αλλά και για να απαντήσουμε σε κάμποσες επιπόλαιες αντιρρήσεις που διατυπώνονται εναντίον αυτής της ιστοριογραφικής θεωρίας – πέραν του ότι αποβαίνει χρήσιμη και για να χτυπήσουμε ποικίλες μηχανιστικές αφαιρέσεις.

Πρέπει να δούμε αν και κατά πόσον αυτή η κριτική αρχή γειτνιάζει ή συγχέεται με διαβεβαιώσεις ανάλογες. Στο τεύχος του Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 1930 των «Νέων Μελετών στο Δίκαιο, την Οικονομία και την Πολιτική» (7), και μάλιστα σε μιαν ανοικτή επιστολή που απευθύνει ο Λουίτζι Εϊνάουντι ( 8 ) προς τον Ροντόλφο Μπενίνι (9) (Se esista, storicamente, la pretesa ripugnanza degli economist verso il concetto dello Stato produttore, δηλαδή : Αν υφίσταται, ιστορικώς, η υποτιθέμενη απέχθεια των οικονομολόγων προς την έννοια του Κράτους-παραγωγός), και δη σε μιαν υποσημείωση της σελίδας 303 διαβάζουμε:

 

Αν είχα κι εγώ τη θαυμαστή ικανότητα που είχε σε μεγάλο βαθμό ο αείμνηστος φίλος μου Βαϊλάτι και μετέφραζε την οποιαδήποτε θεωρία από το γεωμετρικό γλωσσικό ιδίωμα σε αυτό της άλγεβρας, από την ηδονιστική φιλοσοφία στην καντιανή ηθική, από την αμιγώς θεωρητική/κανονιστική οικονομική ορολογία στην εφαρμοσμένη και περιληπτική, θα μπορούσα να δοκιμάσω να ξαναμεταφράσω τη σελίδα του Ούγκο Σπίριτο (10) στο δικό σου μορφοκρατικό ιδίωμα, παναπεί σε αυτό της κλασικής οικονομίας. Θα ήταν γόνιμη άσκηση, παρόμοια με εκείνη που μας αναφέρει ο Λορία (11), οπού επιχείρησε στα νιάτα του να ασπασθεί και να υιοθετήσει διαδοχικά κάποιο συγκεκριμένο οικονομικό μάθημα πρώτα στη γλώσσα του Άνταμ Σμιθ, κατόπιν στου Ρικάρντο, πιο ύστερα στου Μαρξ, ακόμα πιο ύστερα στου Στιούαρτ Μιλ, για να φτάσει στο τέλος σε αυτήν του Κάιρνες (12). Πρόκειται, εν τούτοις, για ασκήσεις που, αφού γίνουν, πάνε –όπως και στην περίπτωση του Λορία– να βρουν τη θέση τους στο συρτάρι. Χρησιμεύουν, πάντως, για να διδάξουν στον καθένα μας τη μετριοφροσύνη, όταν προς στιγμήν αυταπατώμεθα νομίζοντας ότι έχουμε δει κάτι νέο. Γιατί, αν αυτό το νέο μπορούσε να έχει λεχθεί με τις λέξεις των παλαιών, αφού θα είχε μάλιστα ενταχθεί στο πλαίσιο της σκέψης τους, πρόδηλο είναι ότι ήδη περιεχόταν οπωσδήποτε στον στοχασμό τους. Αλλά ούτε μπορεί ούτε πρέπει να εμποδίζεται η κάθε γενιά στο να χρησιμοποιεί εκείνο το γλωσσικό ιδίωμα που ταιριάζει καλύτερα στον τρόπο της σκέψης της και στην κοσμοαντίληψή της. Η ιστορία ξαναγράφεται· γιατί, λοιπόν, να μην έπρεπε να ξαναγραφτεί η οικονομική επιστήμη, κατά πρώτον με όρους κόστους παραγωγής, κατόπιν με όρους οφέλους, ύστερα με όρους στατικής ισορροπίας και πιο ύστερα με όρους δυναμικής ισορροπίας;

 

Εδώ η μεθοδολογική-κριτική οξύνοια του Εϊνάουντι είναι πολύ περιοριστική και δεν αναφέρεται σε γλωσσικά ιδιώματα που προϋποθέτουν εθνικές κουλτούρες, αλλά μάλλον σε γλωσσικά ιδιώματα συγκεκριμένων και εξατομικευμένων επιστημονικών προσωπικοτήτων. Ο Εϊνάουντι προσκολλάται στο ρεύμα μερικών ιταλών πραγματιστών, όπως του Παρέτο (13) και το Πρετζολλίνι (14). Με την επιστολή του προτάσσει κριτικούς και μεθοδολογικούς σκοπούς, που είναι αρκετά περιορισμένου εύρους: θέλει να δώσει ένα μικρό μάθημα στον Ούγκο Σπίριτο, στην περίπτωση του οποίου πολύ συχνά το καινοφανές των ιδεών και των μεθόδων του και της εκ μέρους του θέσης των προβλημάτων είναι απλώς και αμιγώς ζήτημα λεκτικό, ζήτημα ορολογίας, ζήτημα κάποιας προσωπικής ή συλλογικής ζαργκόν. Ωστόσο πρέπει να δούμε μήπως τούτο είναι το πρώτο βήμα του ευρύτερου και βαθύτερου προβλήματος που θίγεται με τη διαβεβαίωση της Αγίας Οικογενείας.

Όπως δύο «επιστήμονες», που διαμορφώθηκαν στο πεδίο της ίδιας θεμελιώδους κουλτούρας, έχουν την πεποίθηση ότι υποστηρίζουν διαφορετικές «αλήθειες», μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιούν διαφορετικό επιστημονικό γλωσσικό ιδίωμα (και, βεβαίως, δεν λέμε ούτε ότι μεταξύ τους δεν υπάρχει καμία διαφορά ούτε ότι η όποια διαφορά δεν έχει τη σημασία της), έτσι και δύο εθνικές κουλτούρες, εκφράσεις κατά βάση θεμελιωδώς ομοίων κουλτουρών, δημιουργούν για τον εαυτό τους την πεποίθηση ότι είναι διαφορετικές, αντίθετες, ανταγωνιστικές, η μία ανώτερη της άλλης, επειδή ακριβώς χρησιμοποιούν γλωσσικά ιδιώματα προερχόμενα από διαφορετικές παραδόσεις, που διαμορφώθηκαν επί τη βάσει χαρακτηριστικών δραστηριοτήτων, που είναι ιδιαίτερες για την καθεμιά τους: το νομικοπολιτικό γλωσσικό ιδίωμα στη Γαλλία, το φιλοσοφικό, διδασκαλικό και θεωρητικό γλωσσικό ιδίωμα στη Γερμανία. Για τον ιστορικό, στην πραγματικότητα, οι εν λόγω πολιτισμοί είναι αμοιβαίως μεταφράσιμοι, καθώς ανάγονται ο ένας στον άλλο. Αυτή η μεταφρασιμότητα δεν είναι, βέβαια, «τέλεια», σε όλα τα επί μέρους και δη στα σημαντικά σημεία, (μα ποια γλώσσα είναι εντελώς μεταφράσιμη σε κάποιαν άλλη;… και ποιά μεμονωμένη λέξη είναι εντελώς μεταφράσιμη σε κάποιαν άλλη;), αλλά είναι κατ’ ουσίαν μεταφράσιμη στο «βάθος» της, στον «μυχό» της. Μπορεί επίσης κάποιος πολιτισμός να υπερτερεί όντως κάποιου άλλου, πλην όμως σχεδόν ποτέ στα σημεία εκείνα που υποστηρίζουν οι εκπρόσωποί του και οι φανατικοί κήρυκές του, και ειδικά σχεδόν ποτέ στο σύνολό του: η πραγματική πρόοδος του πολιτισμού προκύπτει από τη συνεργασία όλων των λαών και μέσω «ωθήσεων» εθνικού χαρακτήρα, μόνο που οι ωθήσεις αυτού του είδους αφορούν σχεδόν πάντοτε καθορισμένες κουλτουραλικές δραστηριότητες ή συγκεκριμένες ομάδες προβλημάτων.

Η φιλοσοφία του Τζεντίλε (15) είναι εκείνη που δημιουργεί στις μέρες μας τα περισσότερα προβλήματα αναφορικά με τις «λέξεις», την «ορολογία», τη «ζαργόν», και που παρουσιάζει ως νέες «δημιουργίες» νεοφανείς λεκτικές εκφράσεις που δεν είναι πάντοτε πολύ ευτυχείς και πρόσφορες. Γι’ αυτό και η σημείωση του Εϊνάουντι εξερέθισε τον Ούγκο Σπίριτο, ο οποίος όμως απέτυχε στο να δώσει κάποια τελική και τελειωτική απάντηση (16). (Δες όλη την πολεμική στα οικεία φύλλα των «Νέων Μελετών στο Δίκαιο, την Οικονομία και την Πολιτική».)

 

§ 49 Η παρατήρηση, που περιέχεται στην Αγία Οικογένεια, ότι το γαλλικό πολιτικό ιδίωμα ισοδυναμεί με το ιδίωμα της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας έχει εκφρασθεί «ποιητικά» από τον Καρντούτσι με τους στίχους «decapitaro, Emmanuel Kant, Iddio / Massimiliano Robespierre, il re», δηλαδή «αποκεφάλισαν ο μεν Εμμανουήλ Καντ τον Θεό / ο δε Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρρος τον βασιλιά». Γι’ αυτό και την προσέγγιση, που επιχειρεί ο Καρντούτσι φέρνοντας την πολιτική πρακτική του Ροβεσπιέρρου δίπλα στη θεωρητική σκέψη του Καντ, ο Κρότσε την εγγράφει σε μία σειρά άκρως ενδιαφερουσών φιλολογικών «πηγών», που όμως και για τον ίδιο τον Κρότσε δεν έχουν παρά αμιγώς φιλολογική και κουλτουραλική σημασία, χωρίς τίποτα το θεωρητικό ή το «διανοητικό». Ο Καρντούτσι έχει ως αφετηρία του τον Ερρίκο Χάινε (και δη το τρίτο βιβλίο του έργου του Zur Geschichte der Religion und Philosophie in Deutschland (17) – 1834). Αλλά το αντάμωμα του Ροβεσπιέρρου με τον Καντ δεν έχει τις απαρχές του στον Χάινε. Ο Κρότσε, που ερεύνησε την προϊστορία τούτου του ανταμώματος, γράφει ότι βρήκε ένα χρονικώς απομακρυσμένο σχόλιο στην επιστολή που έστειλε ο Έγελος στον Σέλλινγκ στις 21 Ιουλίου 1795 [περιλαμβάνεται στην Αλληλογραφία του Έγελου (18)], που αναπτύχθηκε κατόπιν στα μαθήματα που παρέδωσε ο ίδιος ο Έγελος πάνω στην Ιστορία της φιλοσοφίας και στη Φιλοσοφία της ιστορίας. Στα πρώτα μαθήματα της Φιλοσοφίας της ιστορίας ο Έγελος λέει ότι «η φιλοσοφία του Καντ, του Φίχτε και του Σέλλινγκ περιέχει την επανάσταση ως στοχαστική μορφή», επάνω στην οποία το πνεύμα στη Γερμανία έχει προοδεύσει τα τελευταία χρόνια, δηλαδή σε μια μεγάλη εποχή της παγκόσμιας ιστορίας, στην οποία «μόνο δύο λαοί έχουν λάβει μέρος, οι Γερμανοί και οι Γάλλοι, όσο και α είναι μεταξύ τους αντίθετοι, και μάλιστα ακριβώς επειδή είναι μεταξύ τους αντίθετοι»· και μάλιστα έτσι, που η νέα αρχή «έχει εισβάλει ως πνεύμα και έννοια» στη Γερμανία, ενώ, αντίθετα, στη Γαλλία ερμηνεύθηκε «ως αντικειμενική πραγματικότητα» (19). Στα Μαθήματα Φιλοσοφίας της ιστορίας ο Έγελος εξηγεί ότι η αρχή της τυπικής βούλησης, της αφηρημένης ελευθερίας, σύμφωνα με την οποία «η απλή ενότητα της αυτοσυνείδησης, το εγώ, είναι η απολύτως ανεξάρτητη ελευθερία και η πηγή όλων των καθολικής τάξεως ορισμών», και «παρέμεινε στους Γερμανούς ήρεμη θεωρία,την ίδια στιγμή πού οι Γάλλοι θέλησαν να την εφαρμόσουν πρακτικά» (20). (Ακριβώς τούτο το απόσπασμα του Έγελου παραφράστηκε, όπως φαίνεται, στην Αγία Οικογένεια, για να υποστηριχθεί μια θέση του Προυντόν εναντίον του Μπάουερ, ή, αν όχι για να υποστηριχθεί, για να εξηγηθεί σύμφωνα με αυτόν τον εγελιανό κανόνα. Το απόσπασμα, όμως, του Έγελου φαίνεται αρκετά πιο σημαντικό ως «πηγή» της σκέψης εκείνης που διατυπώθηκε στις Θέσεις για τον Φώυερμπαχ και που λέει ότι «οι φιλόσοφοι μέχρι τώρα εξηγούσαν τον κόσμο και τώρα πρόκειται να τον αλλάξουν (21), όπερ σημαίνει ότι η φιλοσοφία, προκειμένου να επαληθευθεί, πρέπει να γίνει πολιτική, κι έτσι θα συνεχίσει να είναι φιλοσοφία, και ότι η «ήσυχη θεωρία» πρέπει να «εφαρμοσθεί πρακτικά», πρέπει να γίνει «αντικειμενική πραγματικότητα», όπως πηγάζει από την παραδοχή του Ένγκελς ότι η κλασική γερμανική φιλοσοφία έχει ως νόμιμο κληρονόμος της τον γερμανικό «λαό» και, τέλος, αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο για τη θεωρία της ενότητας θεωρίας και πράξης.

Ο Αντόλφο Ραβά (22) στο βιβλίο του Introduzione allo studio della filosofia di Fichte (Modena, Formiggini, 1909, σσ. 6-8) υποδεικνύει στον Κρότσε ότι ήδη από το 1791 ο Μπάγκεσεν (23) σε κάποια επιστολή του προς τον Ράινχολτ (24) συνεξέταζε τις δύο επαναστάσεις και ότι το γραπτό του Φίχτε από το έτος 1792 για τη Γαλλική Επανάσταση διαπνεόταν από αυτό το νόημα τής συγγένειας ανάμεσα στο έργο της φιλοσοφίας και στο πολιτικό γεγονός και ότι το 1794 ο Σάουμαν (25) ανέπτυξε ιδίως τον εν λόγω παραλληλισμό, σημειώνοντας ότι η πολιτική επανάσταση της Γαλλίας «μας κάνει να νιώθουμε απ’ έξω την ανάγκη θεμελιακού προσδιορισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και η γερμανική φιλοσοφική μεταρρύθμιση «δείχνει εκ των έσω τα μέσα και τον τρόπο, μόνο με τα οποία και με τον οποίο μπορεί να ικανοποιηθεί η ανάγκη αυτή»· από τον ίδιο παραλληλισμό, μάλιστα, δόθηκε το 1797 η αφορμή για ένα σατιρικό κείμενο ενάντια στην καντιανή φιλοσοφία. Ο Ραβά κλείνει το σχόλιο του γράφοντας ότι «ο παραλληλισμός ήταν παντού διάχυτος».

Ο παραλληλισμός επαναλαμβάνεται πάρα πολλές φορές σε όλη τη διάρκεια του 190ου αιώνα (από τον Μαρξ, φέρ’ ειπείν, στην Κριτική της εγελιανής Φιλοσοφίας του δικαίου) και «επεκτείνεται’ από τον Χάινε. Στην Ιταλία, λίγα χρόνια πριν από τον Καρντούτσι, τον ξαναβρίσκουμε σε κάποια επιστολή του Μπερτράντο Σπαβέντα (26), τιτλοφορούμενη «Paolottismo, positivismo e razionalismo» ( : «Υποκριτισμός, θετικισμός και ρασιοναλισμός»), που δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 1868 στη Rivista Bolognese ( : στην Επιθεώρηση της Μπολώνιας) και ανατυπώθηκε στα Scritti filosofici ( : στα Φιλοσοφικά γραπτά, έκδοση του Gentile, σ. 301). Ο Κρότσε τελειώνει διατηρώντας επιφυλάξεις για τον εν λόγω παραλληλισμό, εφόσον αποτελεί «βεβαίωση λογικής και ιστορικής σχέσης». «Διότι, εάν είναι αληθές ότι με τον Καντ του φυσικού δικαίου συμφωνεί αρκετά καλά στον χώρο των γεγονότων η Γαλλική Επανάσταση, είναι εξ ίσου αληθές ότι ο Καντ εκείνος ανήκει στη φιλοσοφία του 18ου αιώνα, που προηγήθηκε και έδωσε πληροφορίας σ’ εκείνο το πολιτικό κίνημα· εκεί όπου φωτίζει ο Καντ το μέλλον, ο Καντ της σύνθεσης a priori, εκεί βρίσκεται και ο πρώτος κρίκος μιας νέας φιλοσοφίας, που υπερβαίνει την ενσωματωμένη στη Γαλλική Επανάσταση φιλοσοφία». Αντιλαμβανόμαστε αυτή την επιφύλαξη του Κρότσε, που όμως είναι άστοχη και ασυμβίβαστη, αφού τα ίδια τα παραθέματα του Κρότσε από τον Έγελο δείχνουν ότι δεν πρόκειται για κάποιον ειδικό παραλληλισμό του Καντ με τον Ροβεσπιέρρο, αλλά για κάτι πιο ευρύ και πιο περιεκτικό, παναπεί για το γαλλικό πολιτικό κίνημα στο σύνολό του και για τη γερμανική φιλοσοφική μεταρρύθμιση στο σύνολό της. Πολύ εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι ο Κρότσε διάκειται ευνοϊκά απέναντι στις «ήσυχες θεωρίες» και όχι απέναντι στις «αντικειμενικές πραγματικότητες» και ότι θεωρεί θεμελιακή όχι την πρακτική, αλλά μιαν «ιδεατή» μεταρρύθμιση: υπ’ αυτή την έννοια επέδρασε στην Ιταλία κατά την περίοδο του Risorgimento (δηλαδή της Παλλιγενεσίας) η γερμανική φιλοσοφία, δηλαδή με τη φιλελεύθερη «τάση για μετριοπάθεια» («moderatismo», που σημαίνει πιο συγκεκριμένα «εθνική ελευθερία»), αν και ο Ντε Σάνκτις (27) αισθανόταν πόσο ενοχλητική και ανυπόφορη ήταν αυτή η «διανοουμενίστικη» θέση, όπως φαίνεται από το πέρασμά του από την «Αριστερά» και από μερικά γραπτά του, ιδίως δε από το Scienza e vita ( : Επιστήμη και ζωή) και από τα άρθρα του γύρω από το καλλιτεχνικό κίνημα του βερισμού, κ. ά.

Το όλο ζήτημα θα έπρεπε να το επανεξετάσουμε, μελετώντας εκ νέου τις αναφορές του Κρότσε και του Ραβά, αναζητώντας και άλλες, για να τις εντάξουμε στο ζήτημα της μεταφρασιμότητας των γλωσσών, στο ότι δηλαδή δύο θεμελιωδώς όμοιες υποδομές (βάσεις) έχουν «ισοδύναμες» υπερδομές (άλλως «ισοδύναμα» εποικοδομήματα), ανεξαρτήτως του ποιό είναι το ιδιαίτερο εθνικό γλωσσικό τους ιδίωμα. Του γεγονότος αυτού είχαν πλήρη συνείδηση οι σύγχρονοι της Γαλλικής Επανάστασης, πράγμα που είναι υψίστης σημασίας. (Οι σημειώσεις του Κρότσε πάνω στον καρντουτσιανό παραλληλισμό Ροβεσπιέρρου και Καντ είναι δημοσιευμένες στη δεύτερη σειρά των Conversionali critiche, τουτέστιν των Κριτικών διαλόγων, στις σσ. 292 επ.)

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1 Το κείμενο περιλαμβάνεται στα Τετράδια της Φυλακής (Quaderni del Carcere), που εν συνεχεία υπομνηματίζονται με την ένδειξη Quaderno και με αναφορά στον αριθμό του σχετικού τετραδίου και στις οικείες παραγράφους και σελίδες: Antonio Gramsci, Quaderno 11 (XVIII), §§ 46-49, σσ. 1468-1473.

2 Με το ψευδώνυμο Vilici ο Γκράμσι εννοεί τον Λένιν. Τέτοια ψευδώνυμα τα χρησιμοποιούσε για να μην κινεί τις υποψίες των υπηρεσιών της λογοκρισίας.

3 Βλ. τη σημ. υπ’  αριθμ. 1 στο Quaderno 7 (VII), § 2:

 

Η ημερομηνία 1921 αναφέρεται στο 3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, όπου εγκρίθηκε ένα ψήφισμα για τα οργανωτικά ζητήματα των Κομμουνιστικών Κομμάτων, το οποίο τον επόμενο χρόνο –στο 4ο Συνέδριο της Διεθνούς– κρίθηκε από τον Λένιν ως «πολύ ρωσικό».

 

Βλ. Vladimir Il’ič Lenin, Opere compete, τ. 33, μετάφραση Bernardino Bernardini, Editori Riuniti, Ρώμη 1967, σσ. 395-96:

 

Το 1921, στο 3ο Συνέδριο, εγκρίναμε ένα ψήφισμα για την οργανωτική δομή των Κομμουνιστικών Κομμάτων και για τις μεθόδους και το περιεχόμενο της δουλειάς τους. Το ψήφισμα είναι εξαιρετικό, αλλά είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου ρωσικό, δηλαδή σχεδόν εξ ολοκλήρου εμπνευσμένο από το τι ισχύει στη Ρωσία. Αυτή είναι η καλή του, αλλά και η κακή του πλευρά. Και είναι κακό, γιατί είμαι πεπεισμένος ότι σχεδόν κανένας ξένος δεν θα μπορεί να το διαβάσει· το ξαναδιάβασα το ψήφισμα γι’ άλλη μια φορά, πριν πω αυτό που λέω. Κατά πρώτον, είναι πολύ μεγάλο: περιέχει πενήντα, μπορεί και περισσότερες παραγράφους. Οι ξένοι συνήθως δεν μπορούν να διαβάσουν τέτοια πράγματα. Κατά δεύτερον, και αν ακόμα το διαβάσουν, κανείς από τους ξένους δεν θα το καταλάβει, ακριβώς επειδή είναι πολύ ρωσικό. Όχι επειδή είναι γραμμένο στα ρωσικά (μεταφράζεται άριστα σε όλες τις γλώσσες), αλλά επειδή είναι εντελώς διαποτισμένο από το ρωσικό πνεύμα. Κατά τρίτον, ακόμα και αν κατ’ εξαίρεση κάποιος ξένος το καταλάβει, δεν θα μπορεί να το εφαρμόσει [...]. Έχω την εντύπωση ότι κάναμε ένα μεγάλο λάθος με αυτό το ψήφισμα, δηλαδή ότι κόψαμε εμείς οι ίδιοι τον δρόμο για περαιτέρω πρόοδο. Όπως έχω ήδη πει, το ψήφισμα έχει συνταχθεί πολύ καλά και είμαι πρόθυμος να υπογράψω και τις πενήντα και πλέον παραγράφους του. Αλλά δεν έχουμε καταλάβει πώς να κάνουμε τη ρωσική εμπειρία μας προσιτή στους ξένους. Όλα όσα λέει το ψήφισμα παρέμειναν γράμμα νεκρό. Αν δεν το καταλάβουμε αυτό, δεν θα μπορέσουμε να πάμε πιο μπροστά, να προχωρήσουμε.

4 Με τον όρο «γλωσσικό ιδίωμα» ή απλώς «ιδίωμα» μεταφράζω μερικές φορές το «linguaggio», όταν δεν σημαίνει «lingua», δηλαδή «γλώσσα».

5 Giovanni Vailati (1863-1909): φιλόσοφος, μαθηματικός και ιστορικός της επιστήμης.

6 Βλ. τη σημ. 31 στο Quaderno 1 (XVI), § 44:

 

Αυτή η αναφορά στην Αγία Οικογένεια, με την έννοια που υποδεικνύεται στο κείμενο, εμφανίζεται συχνά στα Τετράδια και βρίσκεται επίσης σε μια επιστολή του Γκράμσι με ημερομηνία 30 Μαΐου 1932. [Περιλαμβάνεται στα Γράμματα από τη φυλακή. Βλ. Antonio Gramsci, Lettere dal carcere, έκδοση του 1947 από τον εκδοτικό οίκο Einaudi, σ. 629] Στην γαλλική μετάφραση της Αγίας Οικογένειας, που είχε στο μυαλό του ο Γκράμσι, το αντίστοιχο απόσπασμα βρίσκεται στη σ. 67 του 2ου τόμου των Œuvres philosophiques. Για την ιταλική μετάφραση βλ. Friedrich Engels - Karl Marx, La sacra famiglia, επιμέλεια Aldo Zanardo, Editori Riuniti, Ρώμη 1967, σ. 47: «Αν ο κ. Έντγκαρ συγκρίνει για μια στιγμή τη γαλλική ισότητα με τη γερμανική αυτογνωσία, θα διαπιστώσει ότι η δεύτερη αρχή εκφράζει στα γερμανικά, δηλαδή στην αφηρημένη σκέψη, αυτό που λέει η πρώτη στα γαλλικά, δηλαδή στη γλώσσα της πολιτικής και της ενορατικής σκέψης».

 

Βλ. επίσης στα Quaderno 1 (XVI) § 151· Quaderno 3 (XX), § 48· και Quaderno 4 (XIII) § 3.

7 Πρόκειται για την επιθεώρηση «Nuovi Studi di Diritto, Economia e Politica».

8 Luigi Einaudi (1864-1971): πολιτικός και οικονομολόγος,  Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας από το 1948 ως το 1955.

9 Rodolfo Benini (1862-1956): στατιστικός και δημογράφος.

10 Ugo Spirito (1896-1979): νομικός και φιλόσοφος (απολογητής του Φασισμού κατά τη μουσολίνεια περίοδο) και ιδεαλιστής διανοούμενος.

11 Achile Loria (1857-1943): πολιτικός και οικονομολόγος.

12 John Elliott Cairnes (1823-1875): ιρλανδός οικονομολόγος, «the last of the classical economists».

13 Vilfredo Pareto (1848-1923): μηχανικός, οικονομολόγος και κοινωνιολόγος, προσωπικός φίλος του Μουσολίνι.

14 Giuseppe Prezzolini (1882-1982): δημοσιογράφος, συγγραφέας και κριτικός της λογοτεχνίας.

15 Giovanni Gentile (1875-1944): νεοεγελιανός φιλόσοφος, πολιτικός, προσωπικός φίλος του Μουσολίνι.

16 Βλ. Spirito, La storia della economia e il concetto di stato, σσ. 321-324.

17 Ιστορία της θρησκείας και της φιλοσοφίας στη Γερμανία.

18 Βλ. Briefe von und an Ηegel, Leipzig, 1887, τ. Ι, σσ. 14-16.

19 Πρβλ. Vorlesungen über die Geschichte der Philosophie, 2η έκδοση, Berlin 1844, τ. ΙΙΙ, σ. 485.

20 Vorlesungen über die Philosophie der Geschichte, 3η έκδοση, Berlin 1848, σσ. 531-532.

21 Πρόκειται για την περίφημη 11η θέση. Στο 7ο Τετράδιο της Φυλακής (στη σ. 3) ο Γκράμσι μεταφράζει τη θέση αυτή ως εξής: «I filosofi hanno solo interpretato il mondo in modi divesri; si tratta ora di mutarlo»

22 Adolfo Ravà (1879-1957): καθηγητής της Φιλοσοφίας του δικαίου σε πολλά πανεπιστήμια της Ιταλίας.

23 Jens Immanuel Baggessen (1764-1826): δανός συγγραφέας και μεταφραστής.

24 Carl Leonhard Reinhold (1757-1823): αυστριακός φιλόσοφος και συγγραφέας.

25 Christian Gottlieb Schaumann (1768-1821): γερμανός νομικός και φιλόσοφος.

26 Bertrando Spaventa (1887-1883): πολιτικός και φιλόσοφος.

27 Francesco De Sanctis (1817-1883): κορυφαίος συγγραφέας, ιστορικός και φιλόσοφος, παιδαγωγός και πολιτικός.

 

Μετάφραση-σημειώσεις: Γιώργος Κεντρωτής.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου