LUIS CERNUDA
ΔΩΜΑΤΙΟ ΑΠΟ
ΔÍΠΛΑ
Διαβαίνοντας
μια νύχτα στη μέση της μέρας
Κάπως
αόριστα τον θάνατο γνώρισα.
Δεν
τον συνοδεύουν κυνηγόσκυλα·
Στα
αποξηραμένα ζει τενάγη, και είναι
Φαντάσματα
γκριζόχρωμα από νεφελώματα λίθινα.
Γιατί
να ονειρεύεσαι, όταν γλιστράς περίφοβος,
Κι
αυτός ο φόβος ο απρόβλεπτος γιατί
Τον
άνθρωπο στον ύπνο του ξαφνιάζει;
Δείτε
τον νικημένον και απολησμονημένον
Και
με τον φόβο τόσων και τόσων πάλλευκων σκιών
Στις
χλωμές θίνες της ζωής –
Δεν
είναι στρογγυλή ή γαλάζια, αλλά φεγγαροχτυπημένη,
Με
τις λευκές της λίμνες, με τα δάση της
Εκεί
που κυνηγάει αν θέλει ο κυνηγός και το βελούδο ακόμα.
Κανένα
λαγωνικό όμως δεν συνοδεύει τον θάνατο.
Κι
αυτός με έρωτα μεγάλο αγαπάει μόνο τα πουλιά,
Πουλιά
πάντοτε βουβά, όπως και το μεγάλο μυστικό,
Με
τα υπέροχά τους χρώματά να φτιάχνουν ανεμοστρόβιλο
Γύρω
από το ακλόνητο μεταλλικό του βλέμμα.
Οι
κοιμώμενοι παρελαύνουν σαν άλλα σύννεφα
Σ’
έναν απατηλό ουρανό όπου τα χέρια χτυπιούνται,
Τα
βαριεστημένα χέρια που κυνηγούν βελούδα ή απερίσκεπτα σύννεφα.
Δίχως
ζωή ζεις μόνο στα βαθιά.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου