VICENTE
ALEIXANDRE
ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ
Σάρκα
γυάλινη θλιβή και άπιαστη απ’ τις μάζες.
Φανάρι
που σαν στήθος ψευδόμενο λάμπει.
Εδώ
δίπλα στο φεγγάρι η φωνή μου είναι αληθινή.
Σιωπώντας
άκουσέ με, κι αν σε πνίγει το στιλέτο ακόμα.
Ήμουν
το αγόρι εκείνο που μια μέρα
από
το βάθος των ματιών του βγαίνοντας
έψαξε
να βρει τ’ αληθινά τα ψάρια
που
δεν μπορούσε να τα δει λόγω των χεριών του.
Χέρια
οχτώ βουνά,
της
πέτρας συμπαιγνία,
πόνος
όλο αίμα στο χείλος του γκρεμού
κι
αναίσθητος στων δοντιών τα έργα.
Κάτω
από τα αιχμηρά αστέρια
κραυγές
κοντοζυγώνουνε.
Κάτω
από τις σούστες της καρδιάς μου
γλώσσες
βουβές εκρήγνυνται.
Άνοιξε
μου τον κόσμο, εμένα άνοιξε·
ένα
φιλί μόνο θέλω ν’ ανάψω,
δυο
χείλη που ερεθίζουν
δέντρα
ανοικτίρμονα.
Στα
κρεμασμένα πόδια
έχουν
στήσει τα πουλιά φωλιές.
Αλλόκοτες
βλέπεις γέφυρες
που
ενώνουν τους δύο μηρούς.
Μια
κράμπα που εκπνέει
την
ασυνήθιστη φωνή της αρθρώνει
και
τα πόδια από τους κορμούς
φιλοδοξούν
να πάρουν το κύπελλο.
Φώτα
στις μασχάλες, φώτα,
φώτα
σε αστραγάλων σχήμα,
κι
εκείνη η λυγερή μέση
που
το φεγγάρι, ναι, την διάβηκε.
Τα
μάτια είναι του ανέμου θωπείες,
είναι
πόνος που σύντομα λησμονιέται, και όντως θα ξεχαστεί
αμέσως
μόλις μάθουν τα μαλλιά να μιλάνε αργά,
τώρα
που πέφτουν μάλιστα πάνω στα τελευταία αφτιά.
Καρδιές
με φτερά, αγκώνες ώριμοι,
τούτη
η καταπίεση που κινείται απαλά-απαλά,
μουσική
γεννημένη από τα γυρισμένα νώτα.
Η
άγνοια είναι των γεννημένων μαστών το άγγιγμα.
Ω
θάλασσες που δεν υπάρχουν κάτω από κάθε ρίζα,
δέντρα
που στηρίζονται σε δονούμενα στόματα,
μάτια
που προσεγγίζονται στον ουρανό όταν πέφτει,
ιδίως
όταν οι ιδέες στο μέτωπο είναι απλώς και μόνον δάχτυλα.
Αίμα
στα κατσάβραχα, αίμα μέσ’ από τους τρόμους,
κλαδιά
που από παλμούς μεγαλώνουν και γίνονται φωνές,
κορμί
που κρέμεται στον άνεμο χωρίς κανέναν περιορισμό,
πληγωμένο
από τις γλώσσες που απομυζούν τα μυρμήγκια του.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου