JOSÉ MARIA HINOJOSA
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΗΤΑΝ ΑΠΛΩΣ ΣΤΑΧΥ, ΤΙΠΟΤ’ ΑΛΛΟ
Τα πλεγμένα μας χέρια έλειωσαν με τ’ αμπελόφυλλα στις όχθες εκείνου του ποταμού που είχε την κοίτη του γεμάτη με πλουμίδια – κι όλα τους είχαν πάρει σχήμα λευκής καρδιάς τα μεσάνυχτα όταν οι ερωτευμένοι χάνουν αίμα από τη μοναδική πληγή τους που είναι ανοιχτή στον έρωτα κατά την ώρα του ύπνου. Το λευκό μας αίμα εμάς εξατμιζόταν την ώρα του ύπνου προτού η αγρυπνία σμιλέψει μαζί του μαρμάρινα αγάλματα ή παγόβουνα επιπλέοντα σε τούτα εδώ τα θολά νερά τα γεμάτα με κομμάτια σκελετών και μακρουλά χαμόγελα με κόκκινο δέρμα. Ο έρωτας τότε έγινε ένα με το ιερό πυρ της φλεγόμενης γλώσσας σου και όλα τα πουλιά κοιτούσαν αλάλητα εκείνο το βόρειο σέλας δείχνοντας τον ίδιο σεβασμό που έχουν οι πιστοί όταν συμμετέχουν στη Θεία Ευχαριστία. Το δέρμα σου εσένα όμως ήταν διάφανο ενώ στη συνείδησή σου μέσα έκρυβες μια κίτρινη κυβική ρίζα που με τις πρώτες κιόλας βροχές διαλύθηκε σε μαργαρίτες, καθιστώντας πλέον αδύνατο το να φτάσεις στο τέλος της διαδρομής χωρίς να λιποθυμήσεις μία φορά τουλάχιστον. Ήμουν σίγουρος γι' αυτό όπως ομοίως ήμουν σίγουρος και για το ότι μια μαργαρίτα στα χέρια σου θα προκαλούσε άφθονη χιονόπτωση. Τα λόγια μου επέπλεαν γύρω σου, γύρω από το διάφανο δέρμα σου μα δεν τολμούσουν να ριχτούν στον χείμαρρο του στήθους σου για να λύσουν τον κόμπο στα βαθιά νερά εκείνων των δύο πηγαδιών που είχαν ανοιχτεί στων ματιών μου τις κόγχες. Παρ’ όλα αυτά ήξερα ότι το καλοκαίρι η σάρκα σου γέννησε στάχυα, πλην όμως κανείς, ούτε καν τα δόντια μου, δεν ήξεραν να σπάνε την αμυλώδη λευκότητα των βρεγμένων μαλλιών σου που παρέμεναν άγρυπνα όλη τη νύχτα και σφούγγιζαν τον ιδρώτα από το μέτωπό μου. Ναι, ήξερα ότι στη σάρκα σου εφύτρωσαν στάχυα και συνέχισα να σου χαϊδεύω την κόμη δίχως να νιώθω την παραμικρή τύψη και έχοντας τη συνείδησή μου πάνω στα φτερά των πουλιών απιθωμένη. Τα χέρια σου μού έφεραν κάποια στιγμή τη σκιά των δρόμων στα χείλη μου, ενώ από τις ρωγμές δραπέτευαν τα τελευταία υπολείμματα αυτού του μεγάλου στρατού από λευκές καρδιές για να βουτήξουν στο ποτάμι αφού πρώτα είχαν τραγουδήσει το αγαπημένο σου τραγούδι. Κι εσύ άκουγες πώς εθρόιζαν στα φιλιά μας τα στάχυα όταν τα μάτια μου εχύνονταν επάνω στη σάρκα σου και οι πεταλούδες μπορούσαν επί τέλους να πετούν γύρω απ’ το αιδοίο σου, γύρω από τον αφαλό σου, γύρω από τα στήθη σου, γύρω απ’ το μισάνοιχτό σου στόμα απ’ όπου έβγαιναν άσπρα σύννεφα και με τα βροχόνερά τους μας ποτίζανε τις δυό καρδιές μας. Τα χέρια μου έφυγαν απ’ το σώμα μου και χάθηκαν στον ορίζοντα εκείνου του κίτρινου κάμπου. Όταν γυρίσουν θα φέρουν ένα χρυσό στάχυ που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι η καρδιά σου.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου