Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023

ΕΡΩΤΕΣ: ΤΕΡΟΥΣΑ (Ι) KAI (II)

 


PABLO NERUDA

 

ΕΡΩΤΕΣ: ΤΕΡΟΥΣΑ (Ι)

 

Καὶ πῶς καὶ ποῦ νὰ βρίσκεται

ἐκεῖνος

ὁ παλιός μου ὁ ἔρωτας;

Νά ᾽ναι, ἄραγε, τώρα

κάποιου πουλιοῦ ὁ τάφος, μιὰ σταγόνα

μαύρου χαλαζία,

ἕνα κομμάτι

ξύλο ποὺ τὸ ροκάνισε ἡ βροχή;

 

Κι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ κορμί, ποὺ σὰν ἄλλο φεγγάρι

ἔλαμπε στὴν κατασκότεινη ἄνοιξη

τοῦ Νότου,

τί νά ᾽χει πιὰ ἀπομείνει;

Κι ἀπὸ τὸ χέρι

ποὺ κρατοῦσε

ὅλη τὴ διαύγεια μαζὶ μὲ τὸ κελάρυσμα

τοῦ ἥσυχου ποταμιοῦ,

ἀπ᾽ τὰ μάτια στὸ δάσος μέσα

τὰ ὀρθάνοιχτα, τὰ πετρωμένα

σὰν τὰ ὀρυκτὰ τῆς νύχτας,

ἀπὸ τὰ πόδια

τοῦ κοριτσιοῦ τῶν ὀνείρων μου,

πόδια ἴδια στάχυα, στάρια, κεράσια,

νὰ τρέχουν, νὰ βιάζονται, νὰ πετᾶνε,

ἀνάμεσα στὴ χλομὴ μου παιδικὴ ἡλικία καὶ στὸν κόσμο

τί θ᾽ ἀπομείνει;

Ποῦ εἶναι ὁ πεθαμένος μου ἔρωτας;

Ὁ ἔρωτας, ὁ ἔρωτας

ποῦ πάει νὰ πεθάνει;

Στοὺς μακρινοὺς

σιτοβολῶνες,

στῶν ροδώνων τὰ πόδια ποὺ πέθαναν

κάτω ἀπὸ τὰ ἑφτά πόδια τῆς στάχτης

ἐκείνων τῶν φτωχόσπιτων

ποὺ κάηκαν στὴ πυρκαγιὰ

τοῦ μικροῦ χωριοῦ;

 

Ἂχ ἔρωτα

τοῦ πρώτου φωτὸς τῆς αὐγῆς,

τῆς σφοδρῆς μεσημβρίας

καὶ τῶν ἀκοντίων της,

ἔρωτα ποὺ συνάζεις ὁλάκερο τὸν οὐρανὸ

στάλα τὴ στάλα,

ὅταν διασχίζει τὸν κόσμο

τῆς νύχτας τὸ μεγάλο καράβι,

ἂχ ἔρωτα

μὲ τὴν ἐφηβικὴ

τὴ μοναξιά,

ἂχ μεγάλη βιολέτα

ποὺ ξεχειλίζεις

δροσιὲς καὶ ἀρώματα

καὶ ἄστρα ὁλόφρεσκα

καὶ ραντίζεις τὰ πρόσωπα

κι ἐκεῖνα τὰ φιλιὰ

ποὺ

σέρνονταν

πάνω στὸ δέρμα

σὰν φίδια ξεκουλουριασμένα καὶ δάγκωναν,

βγαίνοντας ἀπὸ σώματα ἁγνὰ καὶ τεντωμένα ἴσαμε νὰ φτάσουν

στὴ γαλάζια πέτρα τοῦ καραβιοῦ τῆς νύχτας.

 

Ἡ Τερούσα μὲ μάτια ὁλάνοιχτα,

στὸ φεγγάρι ἀπὸ κάτω

ἢ στὸν χειμωνιάτικο ἥλιο, τότε ποὺ οἱ ἐπαρχίες

παίρνουν ὅσον πόνο τοὺς ἀναλογεῖ, τὸ πισώπλατο χτύπημα

τῆς ἀπέραντης λήθης,

κι ἐσὺ λάμπεις, λάμπεις, Τερούσα,

σὰν τοῦ τοπαζιοῦ

τὸ καμένο κρύσταλο,

σὰν τοῦ γαρύφαλλου

τὸ κάψιμο,

σὰν τὸ μέταλλο ποὺ σκάει μὲς στὸν κεραυνὸ

καὶ μεταναστεύει στὰ χείλη τῆς νύχτας.

 

Ἡ Τερούσα,

μές στὶς παπαροῦνες ὁλάνοιχτη,

λάμψη

μαύρη

τοῦ πρώτου-πρώτου πόνου,

ἀστέρι ἀνάμεσα σὲ ψάρια,

στὸ φῶς

τοῦ καθάριου γενετήσιου ρεύματος,

μαβὶ πουλὶ τῆς πρώτης ἀβύσσου,

χωρὶς κάμαρα, στὸ βασίλειο

τῆς ὁρατῆς καρδιᾶς

ποὺ τῆς ἐγκαινιάζουν τὸ μέλι οἱ μυγδαλιές,

ἡ γύρη ἡ ἐμπρηστικὴ

τῶν ἄγριων σπάρτων,

τὸ κιτρόδεντρο μὲς στὸ πειραστικό του πράσινο,

ἡ πατρίδα τῶν βρύων

τῶν γεμάτων μυστήρια.

 

Τοῦ Καουτὶν χτυπάγανε οἱ καμπάνες,

ὅλα τὰ ροδοπέταλα ἐζήταγαν κάτι,

ἡ γῆ δὲν ἄφηνε τίποτα,

τὸ νερὸ ἀνοιγόκλεινε τὰ βλέφαρά του

ἀδιάκοπα·

τὸ ποτάμι ἤθελε ν᾽ ἀνοίξει τὸ καλοκαίρι

καὶ νὰ τὸ λαβώσει,

τὸ ποτάμι ποὺ κατέβαινε μὲ μανία

ἀπὸ τὶς Ἄνδεις ἔγινε ἀστέρι σκληρὸ

καὶ τρύπαγε τὴ ζούγκλα,

τὴν κοίτη,

τὰ βράχια·

ἐδῶ δὲν ζεῖ κανένας, ψυχή·

μόνο τὸ νερὸ καὶ τὸ χῶμα

καὶ τὰ τρένα ποὺ οὔρλιαζαν,

τοῦ χειμώνα τὰ τρένα στὶς διαδρομές τους

καθὼς τραβέρσωναν τὸν ὁλομόναχο

χάρτη·

βασίλειό μου,

βασίλειο τῶν ριζῶν

μὲ τὴ λάμψη τῆς μέντας,

μὲ κόμη ὅλο φτέρες,

μὲ ὑγρὸ ἐφήβαιο,

βασίλειο τῶν χαμένων παιδικῶν μου χρόνων,

τότε ποὺ εἶδα νὰ γεννιέται τὸ χῶμα

κι ἐγὼ ἤμουν μέρος ἁπλῶς

τῆς ὑγρῆς,

της χθόνιας του

ὁλότητας·

φῶς ἀνάμεσα στοὺς βλαστοὺς καὶ τὸ νερό,

στῶν σταριῶν τὴ γέννηση,

πατρίδα τῶν ξύλων

ποὺ πέθαναν οὐρλιάζοντας μὲς στὰ οὐρλιαχτὰ

τῶν πριονιστηρίων·

ὁ καπνός, ψυχὴ σὰν βάλσαμο

τοῦ ἄγριου

λυκόφωτος,

δεμένος

σὰν ἐπικίνδυνος φυλακισμένος

στὰ διάφορα μέρη τῆς ζούγκλας,

στὸ Λοκόντσε,

στὸ Κιτρατοῦε,

στοὺς μώλους τοῦ Μαουγίν,

κι ἐγὼ νὰ γεννιέμαι

μὲ τὸν ἔρωτά σου.

Τερούσα,

μὲ τὸν ξεφυλλισμένο σου ἔρωτα

πάνω στὸ διψασμένο μου δέρμα

λὲς καὶ πλῆθος καταρράκτες

πορτοκαλανθῶν, κεχριμπαριοῦ, ἀλεύρων

εἶχαν καταπατήσει τὴν ὑπόστασή μου

κι ἐγὼ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα κι ἔπειτα σὲ κουβαλοῦσα,

Τερούσα,

ἀνεξάντλητα

ἀκόμα και στὴν ἀπουσία,

διαβαίνοντας

τὶς ὀξειδωμένες ἐποχές,

ἄρωμα

χαρακτηριστικό,

βαθὺ ἀγιόκλημα ἢ τραγούδι

ἢ ὄνειρο

ἢ φεγγάρι ποὺ τὸ ζύμωσαν τὰ γιασεμιὰ

ἢ χαραυγὴ τοῦ τριφυλλιοῦ πλάι στὸ νερὸ

ἢ ἀπεραντοσύνη τῆς γῆς μὲ τὰ ποτάμια της

ἢ παραλήρημα λουλουδιῶν ἢ θλίψη

ἢ σημάδι του μαγνήτη ἢ θέληση

τῆς θάλασσας ποὺ λάμπει καὶ τοῦ χοροῦ της

ποὺ ποτέ, ποτὲ δὲν τελειώνει.

 


ΕΡΩΤΕΣ: ΤΕΡΟΥΣΑ (ΙΙ)

 

Ἔρχονται οἱ 4 αριθμοὶ τοῦ χρόνου.

Εἶναι σὰν 4 εὐτυχισμένα πουλιά.

Κάθονται σ᾽ ἕνα σύρμα,

στὸν γυμνὸ χρόνο ἀπέναντι.

Τώρα ὅμως

δὲν κελαηδοῦν.

Ἔφαγαν τὰ στάρια, ἐνίκησαν

ἐκείνη τὴν ἄνοιξη,

καὶ λουλούδι τὸ λουλούδι ὅ,τι ἀπόμεινε

εἶναι τοῦτο τὸ ἀπέραντο τοπίο.

 

Τώρα ποὺ ἔρχεσαι νὰ μ᾽ ἐπισκεφθεῖς,

παλιά μου φίλη, ἀγάπη μου, κορίτσι ἀόρατο,

σὲ παρακαλῶ στη χλόη

νὰ κάτσεις μαζί μου

καὶ πάλι.

 

Τώρα μοῦ φαίνεται

ὅτι τὸ κεφάλι σου ἔχει ἀλλάξει.

Γιατί,

στὸν τωρινὸ ἐρχομό σου

ἐσκέπασες μὲ στάχτες

τὸ θαυμαστὸ τῆς κόμης σου κάρβουνο

ποὺ ἔτρεχε στὰ χέρια μου, στὸ ψύχος

τῶν ἄστρων τοῦ Τεμοῦκο;

Ποῦ εἶναι τὰ μάτια σου;

Γιατί ἐστένεψες τὸ βλέμμα σου νὰ δεῖς

ἂν παραμένω ὁ ἴδιος;

Τὸ χρυσό σου κορμὶ ποῦ τὸ ἄφησες;

Τί συνέβη μὲ τ᾽ ἀνοιχτά σου χέρια;

Μὲ τὸν ὅλο γιασεμιὰ φωσφορισμό τους;

 

Μπὲς στὸ σπίτι μου, δὲς μαζί μου τὴ θάλασσα.

Ἕνα-ἕνα τὰ κύματα

κατάφαγαν

τὶς ζωές μας

καὶ δὲν ἔσκαγαν ἐπάνω τους μόνο οἱ ἀφροί,

μὰ καὶ τὰ κεράσια,

τὰ πόδια, τοῦ κρυστάλλινου χρόνου τὰ χείλη.

 

Ἀντίο, τώρα σὲ ἱκετεύω

νὰ γυρίσεις

στὸν κεχριμπαρένιο σου θρόνο

στὸ φεγγάρι,

γύρνα στοῦ μπαλκονιοῦ τὸ ἀγιόκλημα,

μπὲς

στὴ φλογερή σου εἰκόνα,

ταίριαξε τὰ μάτια σου

μὲ τὰ μάτια

ποὺ εἶναι ἐκεῖ,

ξαναγίνε σιγὰ-σιγὰ

ἡ ἀπαστράπτουσα

προσωπογραφία,

μπὲς καὶ πήγαινε ὣς τὸ βάθος της,

ἴσαμε τὸ χαμόγελό της,

καὶ κοίτα με

μὲ τὴν ἀκινησία της, μέχρι ποὺ

νὰ γυρίσω κι ἐγὼ καὶ νὰ φτάσω νὰ σὲ δῶ

μέχρι ἐκεῖνο ἐκεῖ τὸ σημεῖο

τοῦ τότε, τότε ποὺ

βρισκόσουν μέσα στὴν καρδιά σου,

στὴν καρδιά σου τὴν ὁλάνθιστη μέσα.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου